Home » MADE IN GREECE – Συνέντευξη με τον Johnny Βαβούρα

MADE IN GREECE – Συνέντευξη με τον Johnny Βαβούρα

by MythofRock

Johnny Βαβούρας! Ένας εξαίσιος μουσικός και ηθοποιός, ένας θαυμάσιος άνθρωπος της Τέχνης, ένας πραγματικός θρύλος, που τίμησε και συνεχίζει να τιμά την Ελλάδα, παίζοντας με τους Vavoura Band και τους The Cadillacs, συμμετέχοντας σε πλήθος ταινιών και σειρών, κάνοντας ραδιόφωνο, και τόσα άλλα πράγματα! Το Myth of Rock και συγκεκριμένα η στήλη Made in Greece είχε την μεγάλη χαρά και την καλή τύχη να συναντήσει τον εξαιρετικά ταλαντούχο και πολυπράγμονα Johnny Βαβούρα, ο οποίος μας παραχώρησε μία τρομερά ενδιαφέρουσα συνέντευξη-ποταμό, μιλώντας για όλους και για όλα, καυστικός, αληθινός και με απίστευτο χιούμορ, όπως πάντα. Ladies and Gentlemen, απολαύστε τον ένα και μοναδικό κύριο Βαβούρα!

από τον Δημήτρη Ζαχαρόπουλο


 

Johnny, απ’ ό,τι γνωρίζω, γεννήθηκες στις  ΗΠΑ. Σε ποια πόλη ακριβώς;

Γεννήθηκα στο Ohio. H πόλη που μέναμε, μία κωμόπολη, ήταν η Νέα Φιλαδέλφεια, κοντά στο Canton. Βρέθηκα εκεί λόγω των γονιών μου, ήταν μετανάστες και οι δύο, ο πατέρας μου είχε φύγει από το χωριό Καρυά της Κορινθίας, στην ηλικία των 14 χρονών, για να μπορέσει να συντηρήσει την μητέρα του και τις τέσσερις αδελφές του. Ο παππούς μου είχε πεθάνει, και ο πατέρας μου έφυγε πιτσιρίκος, πήγε στην Αμερική, τραβήχθηκε με διάφορα και κατέληξε στο Ohio, για κάποιον λόγο, που δεν κατάλαβα ποτέ (γέλια). Έτσι, γεννήθηκα στο Ohio και έμεινα εκεί επτά χρόνια … Ήταν δραστήριος ο πατέρας μου με την ελληνική κοινότητα του Canton. Είχαμε δύο κοινότητες, στην Αγία Τριάδα και τον Άγιο Χαράλαμπο, η Αγία Τριάδα ήταν των Ποντίων, ο Άγιος Χαράλαμπος ήταν για τους υπόλοιπους. Εκεί βαπτίστηκα, εκεί μεγάλωσα, έμαθα ελληνικά και αγγλικά ταυτόχρονα, είναι οι δύο μητρικές μου γλώσσες και στα επτά, ο πατέρας μου την έκανε, βγήκε σε σύνταξη και ήρθαμε στην Ελλάδα.

 

Όσο ήσασταν στις ΗΠΑ, είχατε εστιατόριο;

Ναι, είχαμε εστιατόριο, ο πατέρας είχε εστιατόριο, αλλά αυτό ήταν για βιοποριστικούς λόγους. Ο πατέρας μου ήταν ποιητής, συγγραφέας, και ανταποκριτής στον «Εθνικό Κήρυκα Νέας Υόρκης» και σε μία άλλη εφημερίδα, και μετά στα «Κορινθιακά Χρονικά», που έβγαζε ο ξάδελφός μου, ο Θεοχαρόπουλος ο Νίκος. Ο πατέρας μου ήταν δάσκαλος στις εκκλησίες και δίδασκε τα παιδιά των Ελλήνων της δεύτερης γενιάς ελληνικά, για να μην ξεχάσουν την παράδοση και την πατρίδα. Ήταν γενικά δραστήριος σε αυτά.

 

Ο πατέρας σου είχε πάρει ένα jukebox στο εστιατόριό του, και αυτό ήταν η πρώτη σου επαφή με την μουσική;

Ναι, αυτό είναι αλήθεια! Εγώ πήγαινα στο εστιατόριο από 40 ημερών, με πήγαινε η μητέρα μου σε ένα καλαθάκι, μου τα έλεγε η μάνα. Με πάρκαρε εκεί κοντά στο jukebox και άκουγα όλα τα rock n’ roll τραγούδια της εποχής. Όλα αυτά τα τραγούδια τα έχω μέσα στο μυαλό μου. Ήταν στο υποσυνείδητο όλα αυτά και το φοβερό είναι ότι, ύστερα από πολλά χρόνια, έκανα την μπάντα, τους The Cadillacs, για να παίζω τα ίδια τραγούδια – πάντα τα γούσταρα, αλλά, όταν έκανα την μπάντα, ήταν εντυπωσιακό ότι μού ήρθαν στο μυαλό όλοι οι στίχοι, που θυμόμουν από πιτσιρικάς, δεν άνοιξα να δω κανένα στίχο!

 

Ποια ήταν τα πρώτα σου μουσικά ινδάλματα, οι πρώτοι σου μουσικοί ήρωες;

Στην αρχή είχα ακούσματα rock n’ roll, swing, blues, μπαλάντες και άλλα τραγούδια, που ήταν στο jukebox. O πατέρας μου άκουγε δημοτικά τραγούδια, καλά δημοτικά τραγούδια, ηπειρώτικα, ταξίμια, σκάρους, μοιρολόγια και τέτοια … Η μάνα μου ήταν πιο light, άκουγε τα τραγούδια εκείνα τα ωραία του μεσοπολέμου, με την Σοφία Βέμπω, τον Νίκο Γούναρη, τη Δανάη Στρατηγοπούλου, τον Φίλανδρο Κορώνη, τα οποία τα γουστάρω πάρα πολύ – έχουν μελωδίες και είναι τραγούδια ερωτικά, που έχουν να πουν κάτι … Έχω μεγάλη ένσταση για την σημερινή μουσική, αν μπορούμε να την πούμε μουσική, τα τραγούδια που βγαίνουν και είναι υποτίθεται popular, λαϊκά, όχι με την έννοια του μπουζουκιού, λαϊκά με την έννοια του εύρους, του σε ποιους απευθύνονται, είναι τραγικά … Αυτά είναι τα πρώτα μου ακούσματα … Θα σου πω και κάτι αστείο! Είχα κάνει μία φοβερή ερώτηση στον πατέρα μου για το πικαπ, είχαμε ένα ραδιο-πικάπ έπιπλο, και τον ρωτάω, «αυτό το πικάπ, πού είναι φτιαγμένο, μπαμπά;» και μου λέει «εδώ, είναι αμερικάνικο», και τον ρωτάω, «πώς ξέρει τότε ελληνικά;!». Φοβερή απορία πιτσιρικά (γέλια)!

 

Χα, χα! … Έχεις κάνει μαθήματα μουσικής, μαθήματα φωνητικής;

Όχι, είμαι αυτοδίδακτος, δεν έχω ιδέα, δεν ξέρω τι σχήμα έχει η νότα. Αλλά δεν με σταμάτησε αυτό ποτέ, διότι έχω μουσικό αυτί και είναι όλα ΟΚ … Η μουσική είναι συναίσθημα, και το συναίσθημα, αν το έχεις, το καλλιεργείς και το προχωράς, είναι στο χέρι σου. Πρέπει να ψάχνεσαι λίγο. Αν έχεις την μουσικότητα μέσα σου, αν έχεις καλό αυτί και φαντασία, μπορείς να προχωρήσεις. Το ότι δεν διάβαζα μουσική, ότι δεν ξέρω νότες, έχει ένα καλό και ένα κακό. Το κακό είναι δεν μπορώ να κάνω τις ενορχηστρώσεις με τον τρόπο που θα ήθελα, το καλό, όμως, είναι ότι δεν είμαι μέσα σε φόρμες και σε καλούπια, είμαι έξω από αυτά. Έχω γνωρίσει πάρα πολλούς αξιόλογους παίκτες, κλασικούς μουσικούς και όχι μόνο, που παίζουν πολύ καλά, αλλά είναι ανίκανοι να παίξουν μία νότα, αν τους πάρεις το χαρτί από μπροστά! Εγώ είμαι το αντίθετο, μπορώ να παίξω, ακούω την μελωδία και την πιάνω και την παίζω. Μού έρχονται μελωδίες στο μυαλό, τις καταγράφω και μετά τις ενορχηστρώνω με τον τρόπο μου.

 

Έγινες διάσημος ως μουσικός και ως ηθοποιός, ωστόσο, έχεις κάνει και ραδιόφωνο.

Ναι. Πειρατικό ραδιόφωνο, βέβαια. Στην ηλικία των 10 χρονών αγόρασα το τεύχος ενός περιοδικού, «Τεχνική Εκλογή» λεγόταν, που έβγαινε μέχρι πρόσφατα, το οποίο είχε μέσα θέματα ραδιοφωνίας, τηλεόρασης, σχεδιαγράμματα ενισχυτών, πομπών, και είχε βγάλει ένα μικρό πομπό, μεσαίων – τότε δεν υπήρχαν τα FM, στα μεσαία κύματα με δύο τρανζίστορ και πήγαινε περίπου εκατό μέτρα εμβέλεια. Πήγα, λοιπόν, στο Ράδιο Πάγκα, ήταν ένα κατάστημα εκεί στην Πλατεία Καρύτση, που πούλαγε εξαρτήματα ηλεκτρονικά και ανταλλακτικά, και το αγόρασα, το έφτιαξα μόνος μου, και φτιάχθηκα με την ιδέα. Στα 12 μου, γνώρισα έναν γείτονα, τον Γιώργο Μανωλικάκη, τον συγχωρεμένο, που ήταν μεγαλύτερος από εμένα. Έφτιαχνε πομπούς και ενισχυτές, είχε σταθμό και έφτιαχνε και ενισχυτές για συγκροτήματα, για κιθάρες και αυτά – μάπες ήταν, αλλά τότε δεν ξέραμε, καλά μας ακουγόντουσαν. Άρχισα να μαθαίνω από αυτόν ηλεκτρονικά, και πήρα και ένα βιβλίο, ένα βιβλίο του Αθανασίου Τράπαλη, το θυμάμαι ακόμη και τώρα, ήταν το «Η Ραδιοφωνία Για Όλους», που είχε μέσα σχέδια, θεωρίες, επεξηγήσεις και όλα, και στα 12 χρόνια μου κάθησα και κατασκεύασα τον πρώτο μου πομπό με λάμπες! Έπαιζε εκεί γύρω γύρω στην γειτονιά, δεν ήξερα και πώς να τον συντονίσω καλά. Μετά από δύο χρόνια, στην ηλικία των 14 προς 15 χρονών, φτιάχνω ένα πολύ ωραίο μηχανηματάκι, τραβάω και μία κεραία ογδόντα μέτρα οριζόντια και έκανα το Ράδιο BSK, το οποίο για μία τριετία, μέχρι που έφυγα για Αμερική στα 17 μου για σπουδές, έσκιζε στα Βορειοανατολικά προάστια, έφτανα μέχρι Λούτσα, Ραφήνα, πήγαινα επάνω, Μαρούσι, Κηφισιά, κατέβαινα μέχρι Αμπελοκήπους. Ήταν ωραία! Κι έκανα προχωρημένα πράγματα, δηλαδή για τότε … είχα δύο πικάπ, είχα φτιάξει βάθος με ελατήρια, … ήμουν τυχερός, γιατί ήμουν στο American Community School, στο Αμερικάνικο Κολλέγιο, και είχαμε ένα πλήρως οργανωμένο εργαστήριο ηλεκτρονικών, κάναμε check out μηχανήματα, τα παίρναμε σπίτι και χρησιμοποιούσα τα μηχανήματα, για να συντονίσω τον σταθμό, να δω τις συχνότητες, την μέγιστη απόδοση, την καλή διαμόρφωση κι όλα αυτά. Αποτέλεσμα ήταν ότι είχα πάρα πολύ καλό ήχο, είχα χρησιμοποιήσει για ένα μαγνητόφωνο τις δύο κεφαλές και έκανα κι echo, όταν μιλούσα. Καθιέρωσα κοπέλες εκφωνήτριες και είχα την τριπλάσια ακροαματικότητα στον σταθμό – είχα ασχοληθεί από τότε με το γκομενόλοτζι (γέλια)! Είχαμε πάρα πολύ καλή μουσική, γιατί, πηγαίνοντας στο Αμερικάνικο Κολλέγιο, στο ACS, τα μισά παιδιά ήταν από την Αμερικάνικη Βάση, και από την Βάση ερχόντουσαν στερεοφωνικά μηχανήματα κι ερχόντουσαν και δίσκοι, που δεν υπήρχαν εδώ. Είχα κολλητιλίκια με τους Αμερικάνους, κι έπαιρνα τους δίσκους πάμφθηνα, και έπαιρνα και δίσκους εισαγωγής, που δεν τους έβρικες εδώ, κι αν τους έβρισκες, ήταν ελληνικής κοπής και ήταν χάλια.

 

Στον σταθμό αυτόν παίζατε παλιά rock n’ roll τραγούδια ή τραγούδια καινούργια;

Όχι, δεν παίζαμε παλιά, παίζαμε της εποχής, παίζαμε αυτά, που βγαίνανε. Παίζαμε Beatles, Jimi Hendrix, είχαμε πρωτοπαίξει το “Deep Purple In Rock” (1970) των Deep Purple, με το “Child In Time”, τον είχα λιώσει αυτόν τον δίσκο … το “Steppenwolf 7” (1970) των Steppenwolf, δε θυμάμαι τώρα, τόσα δισκάκια της εποχής, ό,τι έβγαινε, “Are You Experienced” (1967) των The Jimi Hendrix Experience. Όλα αυτά τα είχαμε, μόλις βγήκαν!

 

Δεν ξέρω αν μεταπήδησες στα FM.

FM δεν έκανα ποτέ σαν ραδιοερασιτέχνης. Όσον αφορά την μετέπειτα πορεία μου στο ραδιόφωνο, ήμουν πέντε χρόνια και κάτι παραγωγός στον Αθήνα 98,4 FM. Ήταν πάρα πολύ ωραία εκείνα τα χρόνια, διότι ήταν η εποχή που τον ακούγανε τον Αθήνα 98,4 FM, τώρα τον ακούνε νομίζω μόνο οι ηχολήπτες και εκείνοι που είναι μέσα στον σταθμό την ώρα εκείνη, που γίνεται η εκπομπή. Είναι κρίμα, διότι αυτός ο σταθμός τα ξεκίνησε όλα. Τα πρώτα χρόνια, που ήμουν εκεί, είχαμε 30% ακροαματικότητα, ήταν κάτι το τρομερό, δεν προλαβαίναμε να σηκώσουμε τα τηλέφωνα!

 

Ανέφερες ότι πήγες πάλι Αμερική.

Ναι, πήγα Αμερική για άλλα τέσσερα χρόνια μετά, από τα 17 ως τα 21, για να τελειώσω το λύκειο και για σπουδές, αλλά έχοντας μεγαλώσει στην Ελλάδα, σε αυτό το ωραίο χαλαρό κλίμα και την μεσογειακή ας πούμε κατάσταση εδώ πέρα της καλοπέρασης, της χαλαρότητας και του ωραίου κλίματος, δεν μου ταίριαζε η Αμερική. Ήταν χάλια, ήταν στα τελειώματα του πολέμου στο Vietnam, ήταν όλοι στα ναρκωτικά, πίνανε σαν τρελοί, τσαμπουκάδες, ρατσισμός … Εν τω μεταξύ, το Ohio είναι μια πολιτεία άθλια, γεμάτη γίδια, που λέω εγώ, rednecks, ξέρεις, βλάχους, δεν υπήρχε μουσική κουλτούρα, δεν μπορούσες να κάνεις τίποτε σπουδαίο εκεί. Πολύ Βόρεια, σύνορα με Καναδά, καιρός άθλιος, μιλάμε χιόνι, υγρασία, βροχή, ήλιο κάναμε για να δούμε … , τέτοια μέρα δεν υπήρχε (σ.σ.: η συνέντευξη έγινε μεσημέρι μιας ηλιόλουστης ημέρας)! Για να καταλάβεις, είχαμε 56 ημέρες τον χρόνο ηλιοφάνεια! Ηλιοφάνεια δεν σημαίνει ότι είχαμε ήλιο full day, απλά έσκασε ο ήλιος κάπου! Οι άλλες ημέρες μέρες ήταν ηλιοαφάνεια (γέλια)!

 

Οι Vavoura Band πότε προέκυψαν;

Πολύ αργότερα … Γύρισα πίσω το 1975 τον Νοέμβριο, μάλιστα θυμάμαι, πολύ καλά, γύρισα 15 Νοεμβρίου, και 16 Νοεμβρίου ήταν η δεύτερη πορεία για το Πολυτεχνείο. Βρέθηκα με μία γκόμενα στην πορεία του Πολυτεχνείου, φώναζε «έξω οι Αμερικάνοι», και το ένιωθα, διότι δεν τους γούσταρα, … Τι έγινε τώρα με την Αμερική … Ο πατέρας μου ως μετανάστης και έχοντας ζήσει τα χρυσά χρόνια της Αμερικής, είχε στο μυαλό του το Αμερικάνικο Όνειρο, όταν ξαναπήγε πίσω, αλλά αυτό είχε πεθάνει, κι εγώ πήγα σε μια κατάσταση, η οποία ήταν επιεικώς απαράδεκτη και δεν ήθελα να έχω καμία σχέση με αυτό. Δεν ανήκα εκεί ούτε στην κουλτούρα τους ούτε στην νοοτροπία τους ούτε στον τρόπο ζωής τους. Δεν έχω γεννηθεί εγώ, για να πίνω Bull μπύρες και φούντες από το πρωί μέχρι το βράδυ, να δουλεύω και να έχω δύο εβδομάδες διακοπές τον χρόνο, όχι. Γύρισα πίσω και έμπλεξα με διάφορες δουλειές περίεργες. Μια δουλειά ήταν μια αποθήκη εκεί έξω από το Κορωπί, προς Λαγονήσι, του πατέρα ενός φίλου μου, που μάζευε παλιά φίλμ και ακτινογραφίες και ο,τιδήποτε είχε σχέση με φωτογραφικά υλικά, παλιά υγρά, τα οποία περιέχουν ασήμι, και κάναμε μία επεξεργασία και βγάζαμε από μέσα ασήμι. Τα λιώναμε και βγάζαμε στον τόνο δώδεκα με δεκατρία κιλά ασήμι! Τότε τις ακτινογραφίες στα νοσοκομεία τις πετάγανε! Οπότε πήγαινε ο συγχωρεμένος ο Σεφεριάδης και μάζευε τα φίλμ, ο οποίος Σεφεριάδης είχε δύο παλιά Austin φορτηγάκια, μικρά, mini φορτηγάκια, με ξύλινη καρότσα πίσω, 1.100 κυβικά, Morris Austin, πολύ ωραία … και ο γιος του είχε σταθμό, τον Double S. Ήμασταν μια παρέα εκεί στην Αγία Παρασκευή, ήταν ο Jim Φάβας, ο John Φάβας, ήταν ο Hurricane, είχαμε διάφορους …  Γυρνάω, λοιπόν, πίσω, μπλέκω με τα ασημικά κι αυτά, έμεινα δύο-τρεις μήνες, φυσικά δεν ήταν δουλειά καριέρας, πώς μπλέκω με έναν φίλο μου απ’ την Αγία Παρασκευή, που δούλευε στην Πανδρόσου, στο Μοναστηράκι. «Έλα κάτω ρε», μού λέει, «εσύ έχεις μπλα-μπλα, έχεις κάνει Business Administration και Marketing, θα σε βάλω στα τουριστικά, στα μαγαζιά». Πάω, λοιπόν, κάτω, μπαίνω υπάλληλος σε ένα μαγαζί, πούλαγα εκεί, έκανα, γουστάρουν οι δύο τους και με κάνουν συνέταιρο την επόμενη χρονιά. Το 1976 πήγα, το 1977 έγινα συνέταιρος, αλλά ατυχήσαμε, διότι κάποιος αγόρασε όλη τη στοά και μας έβγαλε έξω. Παράλληλα, όμως, αρχές του 1976, είχα γνωρίσει τον Γιάννη Δρόλαπα, στην Αγία Παρασκευή, που ήταν κιθαρίστας ενός έτους, ήταν πολλά υποσχόμενος και την είδα εγώ την ιστορία. Είμαι κυνηγός ταλέντων, καταλαβαίνω τη δυναμική του άλλου! Του πρότεινα έτσι να κάνουμε μία μπάντα. Μου λέει «έλα τώρα, τι μπάντα, εγώ δεν παίζω …», τέλος πάντων, τον ψήνω, Σεπτέμβριο του 1976, και κάνουμε την μπάντα. Δεν είχαμε όνομα, κάναμε προβίτσες στο υπογειάκι του σπιτιού μου στην Αγία Παρασκευή, με έναν drummer, τον Στέργιο Λεμονίδη, τον συγχωρεμένο κι αυτόν, … τελικά ζει κανείς;! (γέλια) … Και το όνομα, Vavoura Band, προέκυψε ως εξής: είχαμε το θράσος, παίζοντας τελείως άγαρμπα και άτεχνα, αλλά με ψυχή, να καλέσουμε τον Κώστα τον Χαριτοδιπλωμένο να μας ακούσει, μήπως μας βάλει να παίξουμε στον χορό του Ντιρή. Είχαμε πολύ θράσος! Εκεί ήθελαν κυριλέ πράγματα, εμείς παίζαμε Hendrix και Sabbath και τους παίρναμε τα αυτιά! Μπαίνει ο Χαριτοδιπλωμένος στο υπογειάκι, δεν χώραγε κιόλας, ήταν ψηλός, άντεξε λιγότερο από τέταρτο, και λέει: «δεν παίζετε άσχημα, αλλά κάνετε πολύ βαβούρα, ρε παιδιά!». «Ώπα, λέω, βαβούρα, ωραίο όνομα! Vavoura Band!» Και μας έβγαλα Vavoura Band! Ο κόσμος με έβγαλε Βαβούρα από την μπάντα! Οι Vavoura Band ζουν ακόμη μέχρι σήμερα και είναι σαράντα φεύγα ετών … σαράντα έξι χρόνια. Είμαστε η μακροβιότερη ελληνική μπάντα, με συνεχή παρουσία στην ελληνική μουσική σκηνή.

 

Ήσασταν και η πρώτη ελληνική μπάντα, που είχε δικό της εξοπλισμό.

Ακριβώς. Φέραμε από την Αγγλία, όπου πήγαμε το 1978 στο Λονδίνο με τον Δρόλαπα και τον Θάνο Παπαποστόλου, τον drummer μας τότε, κι αυτός συγχωρεμένος – έχω γράψει ένα τραγούδι, που λέγεται “Five Drummers Down”, έχουν πεθάνει πέντε drummers, και λέω στο τραγούδι, «Ποιος είναι ο επόμενος;!» Πήγαμε και φέραμε μηχανήματα, φέραμε το Magic Bus με το πούλμαν, είχαμε φέρει Marshall ενισχυτές, είχαμε δική μας μικροφωνική εγκατάσταση, κονσόλες, τα πάντα! Ήμασταν οι πρώτοι, που τα είχαμε αυτά σαν μπάντα. Πολλές συναυλίες …

 

Είχατε μεγάλη συναυλιακή δραστηριότητα, σε μια εποχή δύσκολη για το rock στην Ελλάδα.

Ναι, επειδή ήταν δύσκολα τα χρόνια, ο κόσμος διψούσε να δει καλές μπάντες. Εμείς κατ’ αρχήν είμαστε μεγάλοι θαυμαστές των Socrates. Οι Socrates ήταν δάσκαλοι, μας μάθανε να παίζουμε, να τραγουδάμε, να φτιάχνουμε κομμάτια, μας μύησαν κι αυτοί στο ότι μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την ελληνική δημοτική μουσική και την παράδοση και να την εντάξουμε στο rock, όπως κάνανε αυτοί. Ο λόγος που έπαιξα εγώ προσωπικά rock και μπάσο ήταν ότι την Μεγάλη Πέμπτη του 1972, ήμουν 16 χρονών, τρεις φίλες μου με πήρανε από το σπίτι με το αυτοκίνητο – η μία ήταν μεγαλύτερη και είχε αυτοκίνητο – και με πήγαν στο Κύτταρο να δούμε το πρόγραμμα. Έπαιζε ο Πουλικάκος με τους Εξαδάκτυλος, ο Σιδηρόπουλος με τον Δεληγιαννίδη και κλείσανε οι Socrates, και τρελάθηκα! Σκέφτομαι, «Μαλάκα, αυτό θέλω να γίνω»! Έβλεπα τρεις ξεμαλλιάρηδες να χτυπιούνται, κάτι Marshall δίπατα, μία ένταση τρελή, ο κόσμος από κάτω να σκίζει τα ρούχα του. «Αυτό θέλω!», λέω … και άκου το ωραίο! Πέντε χρόνια διαφορά έχουμε με τους Socrates, είναι πέντε χρόνια μεγαλύτεροι, οπότε πέντε χρόνια μετά από την ημέρα που τους είδα, ήμουν με τους Vavoura Band πάνω στο πάλκο στο Κύτταρο και ανοίγαμε για τους Socrates! Ήμουν τότε στην ηλικία, που ήταν αυτοί, όταν τους είχα πρωτοδεί! Ανοίξαμε για τους Socrates, γίναμε φίλοι με τα παιδιά και έμεινε η φιλία μας μέχρι το τέλος. Παίξαμε πολλές φορές στο Κύτταρο, με Socrates και άλλους. Ήμασταν το πιο δημοφιλές rock group τότε, μετά τους Socrates, και το πιο άγριο, βγαίναμε επιθετικά. Μετά βγήκαν οι Σπυριδούλα, αλλά ήταν περισσότερο προσανατολισμένοι σε Stones και Lou Reed και τέτοια, ο Σιδηρόπουλος, που αρχικά έκανε την κατάσταση με τους Σπυριδούλα και μετά έφυγε. Οι Σπυριδούλα συνέχισαν με τον απόηχο και τα απόνερα του Σιδηρόπουλου. Μπάντες πολλές υπήρχαν τότε, μπάντες καλές. Όσο γι’ αυτό, που ανέφερες, για την συναυλιακή μας δραστηριότητα, διοργανώναμε εμείς συναυλίες, κλείναμε ας πούμε ένα σινεμά, ήθελε τόσα, δίναμε προκαταβολή, βγαίναμε το βράδυ και κολλάγαμε αφίσες – περιοδικά δεν υπήρχαν τότε … Η πρώτη μας αναφορά έγινε στο «Ποπ και Ροκ» γύρω στο 1980, το 1979-1980, τρεις γραμμούλες: «υπάρχει ένα συγκρότημα, που λέγεται Vavoura Band, χαχα, και ένα άλλο που λέγεται Πνευμονοκονίασις»! Μας γράφανε στα παπάρια τους τα μέσα τότε, δεν υπήρχε η τηλεόραση, πολύ αργότερα. Έτσι τα διαφημίζαμε, και καταφέραμε το 1979, 26 Δεκεμβρίου, να γεμίσουμε το γήπεδο του Σπόρτινγκ, 4.000 άτομα, χωρίς να έχουμε δισκογραφία ακόμη. Παίξαμε εμείς, οι Αγάπανθος και οι Breakdown. Ήταν ωραία βραδιά, έγινε χαμός, σπάσανε όλο το Σπόρτινγκ. Τα διαλύσανε όλα. Αφού στο live δίσκο, που έχουμε, το “Live-The Early Days”, λέω σε ένα κομμάτι, που λέγεται «Κατάρα», «Παιδιά, μην σπάτε εκεί πέρα, εμείς θα τα πληρώσουμε στο τέλος»! Υπάρχει καταγεγραμμένο αυτό!

 

Σπάγατε πράγματα στην σκηνή;

Ναι, πετάγαμε κάτω τις drums, πετάγαμε τα όργανα, κάναμε διάφορα, την είχαμε δει λίγο The Who, χαχα! Επειδή ήταν ακριβά πράγματα, κοιτάγαμε να μην τα καταστρέψουμε, ώστε να ξαναπαίξουμε την επόμενη ημέρα! Είχαμε μία ειδική τεχνική, να τα σπάμε, χωρίς να σπάνε!

 

Η δισκογραφία των Vavoura Band;

Η δισκογραφία μας είναι ελλειπής. Δεν υπήρχε καμία δισκογραφική εταιρεία τότε να βγάλει συγκρότημα με ξένο στίχο, καμία, και ο μόνος λόγος, που βγήκαμε δισκογραφικά με δύο δίσκους τότε, το σινγκλάκι των Vavoura Band και μετά η συλλογή Happening 1982, όπου συμμετέχουμε με δύο τραγούδια, είναι ότι έψησα τον Δημήτρη Κερασιώτη από την Happening Productions – στην οποία δούλευα διευθυντής παραγωγής και φέρναμε τα ξένα συγκροτήματα – τον έπεισα να κάνουμε δισκογραφική εταιρεία ιδιωτική, για να σώσουμε και να καταγράψουμε καμιά δεκαριά groups. Έτσι καταγράψαμε τους Αίολος, τους Λήτης και Ιζόλδη, οι Magic De Spell ξεκινήσανε από εκεί, και εγώ ήμουν ο πρώτος, που έκανα δίσκο για τους Vavoura Band, το single που έχει τα “All Alone”, “Vana G. Vana” και “(I Ain’t) The Junkie”.

 

To γεγονός ότι δεν βγάλατε όσους δίσκους θέλατε …

(σ.σ.: διακόπτοντας)  Έχουμε πάρα πολλά τραγούδια. Δεν γουστάραμε, η αλήθεια είναι ότι δεν γουστάραμε το studio γενικά, δεν υπήρχε και η ευκαιρία από εταιρεία μετά. Εμείς ήμασταν και είμαστε live-άδες, θέλουμε να παίζουμε για τον κόσμο. Το studio για εμένα, ενώ είμαι ηχολήπτης και είχα studio από τότε και έχω ακόμη, για μένα το studio είναι δημιουργικά λίγο βαρετό. Εγώ θέλω να φύγω, να παίξω την άλλη ημέρα κάτι άλλο. Όχι, ότι δεν το απολαμβάνω, κάποια στιγμή, μπαίνοντας στο τριπάκι. Ναι, το γουστάρω, αλλά γενικά, χμμμμμ…..

 

Πώς και δεν κοιτάξατε να κυκλοφορήσετε κάτι με εταιρεία του εξωτερικού;

Δεν ασχοληθήκαμε ποτέ. Ήμασταν … γενικά σε αυτό φταίμε … ήμασταν λίγο, έτσι τεμπέληδες σε αυτό. Αρκούμασταν να κάνουμε μία καλή βραδιά, να το θυμάται ο κόσμος και να έχουμε φύγει γεμάτοι … Μετά την συλλογή του Happening το 1982 με τα δύο κομμάτια, το πρώτο κανονικό μας album ήταν το “Vavoura Band – Live – The Early Days”, βγήκε σε CD και μετά το βγάλαμε σε βινύλιο με την Αναζήτηση και μετά βγήκε σε CD το “Tora To Lene … Ethnic”, που είναι μουσικές για soundracks. Έχουμε γράψει μουσικές για έξι soundtracks, που έχουν χρησιμοποιηθεί σε ταινίες, πήραμε τα καλύτερα και κάναμε το album αυτό, που βγήκε σε CD πρώτα και μετά, πριν τρία-τέσσερα χρόνια βγήκε σε βινύλιο. Το έβγαλε ο Νίκος Στυλίδης μέσω της Labyrinth of Thoughts Records. Κάτι μακρύτερο δεν βρήκε! Τώρα θα ετοιμάσουμε κι άλλα κόλπα.

 

Εν τω μεταξύ, έρχονται ο κινηματογράφος και η τηλεόραση. Πώς έγινε αυτό;

Άκου να δεις πώς προέκυψαν. Είμαστε, τώρα, στην ακμή των Vavoura Band, που ήταν hard rock και ethnic rock, με πολλά δικά μας κομμάτια από την αρχή. Επειδή ο κόσμος γενικά δεν ήταν πολύ μέσα στα δικά μας κομμάτια, γενικά σε originals, του παίζαμε κανά δυό κομμάτια πολύ δυνατά και μετά χώναμε το δικό μας μέσα, και από τον απόηχο και το κέφι των άλλων τραγουδιών, που τα ξέρανε, έμπαιναν τα δικά μας. Έδινα και πονηρούς τίτλους, για να είναι πιασάρικα, ας πούμε «Αλκατράζ», «Κατάρα» και τέτοια. Πιάνανε και έτσι καθιερώθηκε αυτό. Είμαστε στο 1979 προς 1980, στο peak του group, που είχε ανέβει πολύ. Είχαμε γεμίσει το Παλλάς με δυόμιση χιλιάδες κόσμο, Κυριακή πρωί, 25 Φεβρουαρίου 1979! Έγινε χαμός, πήγαν να σπάσουν το Παλλάς! Πώς την γλιτώσαμε και δεν πήγαμε φυλακή, δεν ξέρω! Είχα σχέση με μία τύπισσα, που ήταν σινεφίλ και ροκού, πηγαίναμε στο Κύτταρο κάθε βράδυ, ακούγαμε Socrates, και μού λέει μια φορά, «Θα σου φέρω έναν φίλο, που είναι ανερχόμενος σκηνοθέτης. Είναι πολύ καλός, τρελός, θα τα βρείτε με την μία!». Και μού φέρνει τον Δημήτρη Αρβανίτη, τον γνωστό σκηνοθέτη. Στο ένα λεπτό είχαμε γίνει κολλητοί με τον φίλο, γελάγαμε, κάναμε, ράναμε, πήγαμε και σε κάτι μπαράκια, πήγαμε κάτω και στην Γλυφάδα με την φίλη μου και μία φίλη της, κάναμε και κάτι ζημιές στο μπαρ εκεί πέρα … Έχω πάει με τις δύο κοπελιές και τον Δημήτρη, και μας λέει η φίλη μου η Μάρω – μεγάλη ιστορία – «Να είστε σοβαροί, διότι η φίλη μου γουστάρει έναν καθηγητή, τον κύριο Πόντικα, από το Ντιρή επάνω, μην πείτε καμιά μαλακία». Είδες πού βρήκε να το πει, χαχα! Καταφθάνει ο Πόντικας, προσπαθούμε να το παίξουμε σοβαροί, οπότε έρχεται η σερβιτόρα, κάτι δεν προσέχω εγώ, κάνω ένα γκαπ, φεύγει ο δίσκος προς τον Πόντικα και πέφτουν κάτι μπιφτέκια επάνω του! Εντάξει, την γλίτωσε! «Συγγνώμη, κύριε Πόντικα», του λέω. Συνεχίζουμε λίγο, έρχεται η γκόμενα με έναν δίσκο και κάτι μπύρες draft, κάνει μια κίνηση ο Αρβανίτης, φεύγουν οι μπύρες, τον κάνουν τον Πόντικα μαντάρα! Λέει ο Πόντικας, «Εγώ πρέπει να φύγω τώρα!», οπότε δεν ξαναμίλησε η γκόμενα σε εμένα ούτε ο Πόντικας! Ο Αρβανίτης, λοιπόν, ως ανερχόμενος σκηνοθέτης, ήταν να κάνει ένα βιντεάκι ή μάλλον όχι βίντεο, ένα super 8 φιλμάκι και είχε πάει να κάνει ρεπεράζ, δηλαδή τσεκάρισμα σκηνών και περιοχών, στην Σαντορίνη. Ήθελε να κάνει ένα μουσικό ντοκυμαντέρ, και πραγματικά έκανε ένα ντοκυμαντέρ δεκατριών λεπτών, που ήταν video clip, δεν είχε ομιλία. Είχε διάφορες μουσικές ωραίες, τις οποίες γράψαμε εμείς. Άκουσε την μουσική μας, μάς έδειξε το φιλμάκι και μας λέει, «Θα μού γράψετε την μουσική». Γράψαμε, λοιπόν, την μουσική, πήγα στην Σαντορίνη έναν μήνα σε σκηνή μαζί τους και αλητεύαμε τα βράδια. Λιώναμε στην παραλία με φωτιές, κιθάρες, κόκκινο κρασί, την ημέρα ξυπνάγαμε πρωί πρωί, δηλαδή όταν ο ήλιος έκανε την σκηνή φούρνο και δεν μπορούσες να είσαι μέσα, πέθαινες, και πηγαίναμε κάναμε κανά γύρισμα. Πήγε στη Θεσσαλονίκη, στο φεστιβάλ η ταινία και πήρε δύο βραβεία. Ενθουσιάζομαι εγώ με το σινεμά, γιατί γούσταρα φιλμ και σλάιντς, ο πατέρας μου, εξάλλου, ήταν ερασιτέχνης φωτογράφος και τράβαγε φιλμς. Τρελάθηκα με την Θεσσαλονίκη, και γούσταρα την όλη φάση. Την επόμενη χρονιά, ανεβαίνω πάλι με τον Αρβανίτη, είχε μία άλλη ταινία και με πήρε μαζί του, και εκεί γνώρισα τον Νίκο Ζερβό! Ο Ζερβός μού λέει, «Σε ξέρω από την μπάντα σου, γουστάρω». Μάλιστα, μού τον γνώρισε ο Δημήτρης Πουλικάκος με τον Τζίμη Πανούση τον Ζερβό. Γνώρισα τον Ζερβό και άλλαξε η ζωή μου με το σινεμά, από τύχη – και από ένα βίτσιο, που έχω: δεν μού αρέσει ποτέ να πηγαίνω από τον ίδιο δρόμο. Δηλαδή άμα πάω κάτω στο σπίτι μου από εδώ, πρέπει να γυρίσω από εκεί, διότι δεν θέλω να επαναλάβω … Φεύγω και ήταν να πάρω ένα σάντουιτς, κάνω μία βόλτα του τετραγώνου, έρχομαι από την άλλη μεριά και πέφτω πάνω στον Ζερβό και τα παιδιά, εδώ στο φανάρι, περιμένανε να περάσουν απέναντι. Λέω στον Ζερβό «ΟΚ», ερχόμαστε Αθήνα, και συμμετέχω στην ταινία «Σουβλίστε τους», στο γύρισμα που έγινε στο τέλος της ταινίας, στο Σύνταγμα, είμαστε με τον Πουλικάκο, κάνουμε τους σκύλους και πηδάμε ο ένας πάνω στον άλλον και τέτοια, τελείως αναρχοταινία, και γουστάρω το σινεμά. Την επόμενη χρονιά κάνει ο Ζερβός τον «Δράκουλα των Εξαρχείων», έχω βασικό ρόλο εκεί με τον συγχωρεμένο τον Νίκο Τζούμα και τον συγχωρεμένο τον Πανούση – τελικά ζει κανείς, ρε πούστη μου, απ’ όλους αυτούς;! Πολύ μόνος νιώθω, χαχα! Και το σινεμά μπήκε. Κάνει ο Αρβανίτης μετά μία σειρά, το «Μπελάδες για Δύο», για την ΕΡΤ2, παίζω σε αυτό, παίζω σε κάτι άλλες σειρές. Κάνει ο Ζερβός κάτι σειρές, ταινίες, έπαιξα σε μία ταινία του Γιώργου Λαζαρίδη. Γίνομαι φίλος με τον Νίκο Νικολαΐδη (σ.σ.: διάσημος Έλληνας σκηνοθέτης), και το έχω καημό, δεν έπαιξα σε καμία ταινία του, αν και το ήθελα, αλλά ήμασταν πολύ καλοί φίλοι και για μένα ήταν πιο σοβαρό να με έχει και να με θεωρεί φίλο του ο Νικολαΐδης και δευτερεύον να παίξω σε ταινία του. Το σινεμά και η τηλεόραση μείνανε. Μπήκα στα βαθειά, μπήκα στο σινεμά κατευθείαν. Έχω παίξει σε δεκαπέντε ταινίες μεγάλου μήκους, σε διάφορα επίπεδα συμμετοχών, σε καμιά τριανταριά τηλεταινίες, σε σειρές πολλές, σε ταινίες δοκιμαστικές που έκαναν τα παιδιά στην Σχολή Σταυράκου και σε άλλες σχολές, για να πάρουν το πτυχίο. Με ζητάγαν, για να κάνω φιλική συμμετοχή. Φυσικά, δεν έπαιρνα λεφτά από εκεί, αλλά πήγαινα να τους βοηθήσω. Θεωρούσαν ότι έχοντας κάποιον επώνυμο, ήταν καλύτερα, κι εγώ το γούσταρα. Γουστάρω την φάση, είμαι της παρέας. Εμένα μού αρέσουν οι ταινίες και οι σειρές, γιατί η όλη φάση ήταν παρεΐστικη, ό,τι γινόταν στα παρασκήνια ήταν το ωραίο. Και είχα την τύχη να παίξω με τον Θανάση Βέγγο, να παίξω με την Άννα Μαντζουράνη, την Ρίκα Διαλυνά, τον Σταύρο Παράβα, τον Ντίνο Ηλιόπουλο, και πολλούς ακόμα.

 

Εγώ σε γνώρισα με τα «Κουφώματα».         

Η σειρά αυτή ήταν για μένα η πιο ανατρεπτική, η πιο «κουφή» στην Ελλάδα, από άποψης χιούμορ. Δυστυχώς, πέσαμε σε μια άσχημη εποχή, που η τηλεόραση ήταν κρατικά ελεγχόμενη, δεν υπήρχαν ιδιωτικά κανάλια. Καταφέραμε με τα χίλια ζόρια να πάρουμε την έγκριση από την ΕΡΤ, και κάναμε μόνο οκτώ επεισόδια και δύο επετειακά. Μας έθαβαν συστηματικά, βρίζανε όλοι, λέγανε «τι είναι αυτό, τι είναι αυτό;!». Ο κόσμος το λάτρευε, οι κριτικοί και το σύστημα ήταν εναντίον. Τώρα έχουν παραδεχθεί όλοι ότι ήταν μία πολύ cult εκπομπή, έχουν περάσει 34 χρόνια και ακόμα τη θυμούνται. Μού λένε άτομα, που δεν είχαν γεννηθεί ακόμη, τι ωραίες εκπομπές κάναμε τότε. Μετά ο Γιάννης Ζουγανέλης θεώρησε, δικαίωμά του, ότι ήταν καλό να το κάνει μόνος του, οπότε μας έβγαλε όλους απ’ έξω και έκανε στο Mega Channel το «Απίστευτα και όμως Ελληνικά», το οποίο, εντάξει, στη συνέχεια δεν είχε την αίγλη των «Κουφωμάτων». Στα «Κουφώματα», τα μικρά και τα σύντομα σκετσάκια, τα περισσότερα, ήταν δικά μου, ο Γιάννης έγραφε άλλα πράγματα, μακρυνάρια.

 

Αν σού έλεγαν να διαλέξεις «μουσικός ή ηθοποιός», τι θα διάλεγες;

Και τα δύο! Μουσικός, όμως, περισσότερο, η μουσική είναι αυτό, που με εκφράζει. Στην μουσική παίζω αυτά που θέλω, ως ηθοποιός, πρέπει να πάω βάσει σεναρίου, πρέπει να μου αρέσει, πρέπει να με εκφράζει … και δεν έχει και χρήματα, δεν μπορείς να βιοποριστείς με το σινεμά. Στο σινεμά πάς για τη δόξα. Τη δόξα την έχουμε, πρέπει να βάλω και κάτι στο στόμα, πρέπει να πληρώσω κανά λογαριασμό. Όχι ότι η rock μουσική στην Ελλάδα βγάζει, είμαστε λίγο … στο στρίμωγμα, αλλά αυτό διαλέξαμε και με αυτό πορευόμαστε.

 

Σαν ηθοποιός έχεις ερμηνεύσει ποτέ δραματικούς ρόλους;               

Όχι, και θα ήθελα να κάνω κάτι κόντρα, αλλά κανείς δεν με πήρε. Είναι καημός μου, ήθελα πραγματικά να παίξω κάτι άλλο, διότι έχω πολλά μέσα μου και πιστεύω θα μπορούσα να παίξω έναν άλλο ρόλο κόντρα σε αυτό, που δείχνω στον κόσμο και είμαι. Γιατί την ουσία είμαι ένας δραματικός άνθρωπος, που κρύβεται πίσω από ένα χαμόγελο (σ.σ.: κάνει ότι κλαίει), χαχα!

 

Το χιούμορ σου ήταν απίστευτο, π.χ. στα «Κουφώματα»!

Το διατηρώ και σήμερα αυτό το χιούμορ!

 

Πιστεύεις ότι το χιούμορ είναι απαραίτητο στη ζωή ενός ανθρώπου;

Ναι, θεωρώ ότι είναι απόλυτο συστατικό. Ζεις με το χιούμορ, είσαι καλύτερα με το χιούμορ, μπορείς να πεις τις πιο χοντρές αλήθειες με το χιούμορ. Μπορείς να προσβάλεις κάποιον άσχημα, να γελάς και να σού πει «ωραίο ήταν αυτό»! Θα σού πω ένα παράδειγμα. Είχαμε μία καταπληκτική αντιδήμαρχο στην Αγία Παρασκευή, η οποία ήταν λίγο ζουμερούλα, μη σου πω πολύ ζουμερούλα, ήταν περίπου 55 χρονών τότε και μας είχε κάνει μία συναυλία στο στρατόπεδο επάνω. Τελειώνει η συναυλία, βγαίνουμε, ήμασταν με τον Δήμαρχο … αυτή ήταν ωραία στα νιάτα της, αλλά ήταν καμιά 20-25αριά κιλά παραπάνω και είχε αρχίσει να χαλάει. Την παίρνω αγκαλιά, της λέω «Αλεξάνδρα μου, ευχαριστώ για όλα, σου ομολογώ ότι αν ήσουν 25 κιλά νεότερη, θα σε παντρευόμουν!» και μιλάμε πέσαν όλοι κάτω, γιατί την είπα και γριά και χοντρή, με χαμόγελο και χιούμορ! Μού λέει ο Δήμαρχος, «Ρε πούστη μου, τι ήταν αυτό που είπες! Τι θεϊκό ήταν αυτό!;», χαχα!

 

Απίστευτο! Πριν πάμε στους The Cadillacs, θα ήθελα να μου πεις, διοργάνωνες συναυλίες;

Δεν διοργάνωνα εγώ συναυλίες, εγώ ήμουν τεχνικός διευθυντής παραγωγής, ήμουν σε κάθε εταιρεία από αυτές το νούμερο δύο. Νούμερο ένα ήταν ο διευθυντής, ο ιδιοκτήτης, ο οποίος έκανε τα οικονομικά, έκανε τις συμφωνίες τις οικονομικές και πρακτικές. Εγώ αναλάμβανα όλο το τεχνικό κομμάτι. Πού θα στηθεί το πάλκο, τι χρειάζονται από μηχανήματα, αν τα έχουμε εδώ ή αν πρέπει να τα φέρουν, από παροχές ρεύματος, καμαρίνια, ξενοδοχεία, μεταφορικά, πώς θα περάσουν το τελωνείο τα πράγματα. Μίλαγα με τους τεχνικούς έξω, στέλναμε telex … Μετά από μερικά χρόνια, βγήκε το fax, που ήταν το μηχάνημα το wow! Eίχαμε telex, έγραφες σε μια γραφομηχανή και έβγαινε μία κορδέλα με συνθηματικές τρύπες επάνω, αυτή έδινε το σήμα τηλεφωνικά με παλμούς, κατέληγε σε ένα άλλο telex και έβγαινε το κείμενο.  Με κάρβουνο, τελείως! Όμως, αυτό το κομμάτι που είχα, ως τεχνικός διευθυντής παραγωγής πήγε πιο πέρα, διότι τα αγγλικά είναι η μητρική μου γλώσσα και αυτή, και επειδή είμαι και μουσικός και τεχνικός, ηλεκτρονικός, πήγαινα έπαιρνα τα group από το αεροδρόμιο, μίλαγα με τους τεχνικούς τους, κάναμε τα sound check, τα καμαρίνια. Μετά, με τους καλλιτέχνες βγαίναμε το βράδυ, πηγαίναμε για φαγητό στην Πλάκα. Έχω αλητέψει σε μπαράκια με τον Rory Gallagher, έχω πάει εκδρομή με τον Ian Gillan, με τους Wishbone Ash, με τον Lemmy γυρνάγαμε τα μπαράκια, με τον Peter Hammill τρώγαμε στην Πλάκα και συζητάγαμε για φιλολογικά θέματα για ώρες ολόκληρες … Με τον John McLaughlin τα πίναμε σε ένα μαγαζί επάνω στη Θεσσαλονίκη μετά την συναυλία στο Θέατρο Δάσους. Οι άλλοι δεν ήξεραν καλά αγγλικά, έτσι, ό,τι θέμα κι αν υπήρχε πέρναγε από εμένα. Και με γουστάρανε, γιατί ήμουν και μουσικός, τους έλεγα τι δουλειές έκανα στην Ελλάδα και πώς κινούμαι, και ένιωθαν ότι είμαι δικός τους. Καταλάβαιναν δηλαδή ότι ήξερα τι μου λέγανε. (Συμμετείχα) στην παραγωγή του live των Iron Maiden, που έγινε στο γήπεδο της ΑΕΚ, είχαμε 800 KW φώτα, 160 ηχεία, οκτώ νταλίκες, πήγα στην Βουδαπέστη να δω την συναυλία και τους πήρα και συνέντευξη, και από αυτούς και από τους τεχνικούς, για να ξέρω τι με περιμένει. Την συνέντευξη την είχα δώσει στον Γιάννη Κουτουβό, τον συγχωρεμένο, και την έβγαλε στον Αθήνα 98,4 FM. Ήταν ωραία χρόνια, δύσκολα όμως … Η τελευταία παραγωγή που έκανα ήταν η Διεθνής Αμνηστία, που έγινε στο Ολυμπιακό Στάδιο, με Bruce Springsteen, Sting, Peter Gabriel, Youssou N’Dour, Tracy Chapman και … Γιώργο Νταλάρα! Άσχετο! Η μύγα μες στο γάλα!

 

Μετά σταμάτησες να ασχολείσαι με τις συναυλίες;

Ναι, σταμάτησα, να σου πω γιατί … γιατί πέθαναν δύο διευθυντές παραγωγής επάνω στην πίεση της δουλειάς και λέω δεν θέλω να είμαι ο τρίτος και την έκανα. Eίχε τρομερή πίεση η δουλειά, τρομερή, όσα λεφτά και αν σού δίνανε, δεν άξιζε τον κόπο. Ήταν χάλια.

 

Κατάλαβα.

Ήθελα να ασχοληθώ πολύ με τα δικά μου, μού έτρωγε χρόνο. Μετά ανέβηκα. Μέσα από τη διεύθυνση παραγωγής προέκυψαν οι The Cadillacs. Δύο ημέρες πριν την συναυλία του Chuck Berry στον Λυκαβηττό, διάβασα στο χαρτί που μού είχε δώσει ο Νίκος Σαχπασίδης, ο συγχωρεμένος, από την Half Note Productions, ότι ο Chuck Berry θα έπαιζε μόνο μία ώρα. Ο Σαχπασίδης ήταν λίγο κρυψίνους και δεν μού έδινε όλο το συμβόλαιο, γιατί είχε μέσα τους όρους τους καλλιτεχνικούς και τα χρήματα. Εντάξει, δικαίωμά του, δεν με ενδιέφερε κιόλας. Αλλά του ξέφυγε αυτό. Του λέω, «Ρε παπάρα, τι θα κάνεις εδώ; Μία ώρα; Θα σε δείρουν!», και απαντάει, «Να βρούμε κάποιον να ανοίξει!». Και του λέω, «Είσαι τυχερός ρε παλιομαλάκα, ξέρω ένα rock n’ roll group από την Αγία Παρασκευή, το οποίο θα παίξει μερικά κομμάτια, για να ανοίξει!». «Είναι καλοί;» με ρωτάει και του απαντώ, «Είναι μια χαρά, αλλά και να μην ήταν, δεν έχεις επιλογή τώρα», χαχα! Group δεν υπήρχε, η συναυλία ήταν την Δευτέρα, Σάββατο έμαθα αυτό! Μαζεύω τρεις μουσικούς, τον Χρήστο Ταμπουρατζή, τον Χρύσανθο Κορμπάκη και τον επίσης συγχωρεμένο Χρήστο Βατσέρη από την Θεσσαλονίκη, που είχε τη δισκογραφική εταιρεία CVR και τα ηχητικά, και κάναμε την μπάντα. Βγάλαμε επτά τραγούδια, τα έβγαλα από μνήμης. Παίξαμε και ανοίξαμε στον Λυκαβηττό και αρέσαμε, ενώ ο Chuck Berry έπαιξε χάλια, η συγκυρία ήταν τέτοια, και η μπάντα καθιερώθηκε από τότε! Υπάρχει και φέτος, κλείσαμε 35 χρόνια συνεχούς παρουσίας, με διασκευές rock n’ roll.

 

Δεν έχετε δικά τους τραγούδια;

Όχι, μόνο διασκευές, δεν έχουμε δικά μας.

 

Γιατί όχι και δικά σας;

Δεν έτυχε. Να γράψω το “Johnny B. Goode” με άλλο στίχο; Αφού όλα ίδια είναι. Εύκολο είναι.

 

Σας είχα δει live σε ένα μικρό μαγαζί στην Αθήνα, στην Ιπποκράτους, κοντά στο Texas, το ροκάδικο. Μού αρέσατε πολύ!

Έχουμε παίξει σε άπειρα μαγαζιά. Αν μου πεις να κάνω μία λίστα, θα ξεχάσω τα μισά. Με τον Λουκιανό Κηλαηδόνη είχαμε μία συνεργασία επίσης, έναν χρόνο μετά, στο Texas, που είχε ανοίξει τότε, στην Δορυλαίου, έπαιζε με την μπάντα του και εμείς ανοίγαμε. Ήταν ωραία, ήταν μία καλή συνεργασία. Με τον Λουκιανό είχα συνεργασία και παλιότερα, ήμουν ηχολήπτης του το 1984-1985, κάναμε περιοδεία σε όλη την Ελλάδα. Και μετά, το 1988 παίζαμε με τους The Cadillacs μαζί του, είχαμε κάνει κάποια κλιπάκια, τον γνώρισα στον Αρβανίτη …  Κάναμε καλή παρέα με τον Λουκιανό. Ήταν κοινή η αγάπη μας για τα αμερικάνικα αυτοκίνητα, το rock n’ roll και ειδικά για την country μουσική. Έχουμε κάνει και video clips μαζί με τον Λουκιανό, το “Hello Mary Lou” και το “Great Balls of Fire”, στα οποία τραγουδάει κι αυτός και παίζει με τους The Cadillacs, είναι μία ωραία συνεργασία.

 

Έχεις δηλώσει ότι η μουσική διακρίνεται σε καλή και κακή. Ας πούμε ότι ένας συνθέτης, που γράφει σκυλάδικα ή λαϊκό-pop τραγούδια, δηλώσει ότι τα σκυλάδικα, το λαϊκο-pop του αρέσουν και τον εκφράζουν, εσύ θα επέμενες ότι η μουσική αυτή είναι κακή;

Κοίτα, αν του αρέσει, είναι δικαίωμά να του αρέσει! … Σε μερικούς αρέσει ο Τσίπρας, τι να κάνουμε δηλαδή! Υπάρχουν μαζοχιστές! Αλλά θέλω να πω ότι … δεν είναι τι αρέσει σε αυτόν. Όταν λέω καλή και κακή μουσική, καλή μουσική είναι αυτή, που έχει να σού πει κάτι, που σου μένει το κομμάτι, που η μελωδική γραμμή είναι κάτι, το οποίο ξεχωρίζει και αν παίξει μετά από δέκα χρόνια κάπου, με το που θα μπει, θα πεις «αυτό είναι!». Που ο στίχος έχει να πει μία ιστορία. Όλα αυτά τα στοιχεία, που συνθέτουν ένα καλό τραγούδι, είναι αυτά τα στοιχεία, που δεν υπάρχουν στα τραγούδια, που βγαίνουν στην Ελλάδα εδώ και 30 χρόνια. Υπάρχει μία βιομηχανία φασόν από μαλακίες, από σκουπίδια, που είναι «σού έκανα, μού έκανες, μ’ άφησες, μού την έκανες, θα σου κάνω, θα σου δείξω, αντεεεε!!!». Δεν λέει μία ιστορία, δεν σου βγάζει μία εικόνα, λέει «θα με θυμηθείς, θα το μετανιώσεις» … Άμα πάρουμε δέκα από αυτά τα τραγούδια όλων αυτων των διάττοντων αστέρων, οι οποίοι βγαίνουν από τα reality, που δεν τους ξέρει ούτε η μάνα τους και του χρόνου δεν υπάρχουν, και τα μοντάρουμε όλα μαζί, θα νομίζεις ότι είναι ένα! Όλοι τραγουδάνε στο peak της φωνής τους (σ.σ.: μιμείται μια πολύ ψιλή, υστερική φωνή), ουρλιάζουν, δεν έχουν να πουν τίποτα και είναι τραγούδια που για μένα είναι … τα σκουπίδα είναι χρήσιμα, γιατί μπορείς να τα ανακυκλώσεις, ενώ με τα τραγούδια αυτά δεν μπορείς να κάνεις τίποτα! Τραγούδι είναι άλλο πράγμα, είναι του Πουλόπουλου το «Ξημερώνει Κυριακή» ή το «Άγαλμα», αυτά είναι τραγούδια, που ο στίχος σού λέει κάτι και σε βάζει σε μία εικόνα. Λαϊκά τραγούδια είναι ας πούμε ο «Τρελός» του Σταμάτη Κόκκοτα, μπορώ να σου φέρω χιλιάδες άλλα παραδείγματα, της Βίκυς Μοσχολιού τα «Δειλινά», αυτά είναι λαϊκά τραγούδια, που έχουν μείνει και και γι’ αυτό είναι διαχρονικά και τα ξέρουν όλοι. Τα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη, ας πούμε η «Δραπετσώνα» είναι ένα τραγούδι, που εκφράζει μία ολόκληρη κατηγορία φτωχών ανθρώπων, βιοπαλαιστών, οι οποίοι έχουν παλέψει … κι όμως, είναι ακόμη άνθρωποι φιλόξενοι, που σού ανοίγουν το σπίτι τους και σού δίνουν από το λίγο, που έχουν στο τραπέζι τους … Δεν υπάρχουν πλέον τέτοια τραγούδια, δεν βγαίνουν, εδώ και 30 χρόνια βγαίνουν μπούρδες. Και μια μεγάλη παρεξηγημένη έννοια είναι το έντεχνο. Τι πάει να πει έντεχνο; Υπάρχει και άτεχνο; Εγώ είμαι άτεχνος; Το έντεχνο σαφώς έχει μία ποιότητα ανώτερη από αυτά που βγαίνουν, αλλά πολλά από αυτά έχουν έναν ακατάληπτο στίχο, αντικαθιστούν το μπουζούκι με ούτι, και το λένε έντεχνο. Και μέσα εκεί έχει παρεισφρύσει μία ομάδα ανθρώπων, που το εκμεταλλεύονται, για να πουλήσουν, για να βγάλουν συναυλίες, με κάτι ακαταλαβίστικο. Κι αυτό έχει μέσα κατώτερης ποιότητας κομμάτια. Σαφώς είναι πολύ καλύτερο από τα mainstream σκουπίδια, αλλά θα σου θυμίσω κάτι … όταν η Μαρίζα Κωχ τραγουδούσε Καββαδία και το «Φάτα Μοργκάνα», δεν είχε εφευρεθεί ακόμη η λέξη έντεχνο, δεν υπήρχε η λέξη έντεχνο. Κι όμως, η Μαρίζα Κωχ και ο Διονύσης Σαββόπουλος τότε – διότι μετά το «πήδηξε» – ήταν από τους πρώτους που έκαναν έντεχνο.

 

Σήμερα είναι πολύ της μόδας το λεγόμενο trap. Ποια είναι η γνώμη σου γι’ αυτό;

Κοίταξε να δεις, επειδή ο χρόνος μου είναι πολύτιμος και επειδή είμαι στο τέλος της ζωής μου, δεν μολύνω τα αυτιά μου με τέτοια πράγματα! Δεν έχει να μού πει τίποτα. Μπορεί να πει κάτι σε άλλους, δεν το κατακρίνω, κάποιοι βρίσκουν κάποιες αναφορές εκεί. Εγώ δεν βρίσκω, δεν μού λέει κάτι. Δεν το ξέρω το είδος, οπότε δεν μπορώ να το σχολιάσω παραπέρα. Δεν με αφορά.

 

Ελληνικό rock; Τι είναι αυτό, υπάρχει;

 Υπάρχει, πώς δεν υπάρχει;

 

Τι είναι για σένα ελληνικό rock; Πώς το καταλαβαίνεις;

Επειδή εγώ δεν τραγουδάω ελληνικά και επειδή μεγάλωσα με αγγλόφωνη μουσική, δεν με άγγιξε πάρα πολύ, αλλά στην Ελλάδα είμαστε, δεν είναι υποχρεωμένος ο καθένας να ξέρει αγγλικά, και εκφραζόμαστε ελληνικά, οπότε σαφώς έχει τη θέση του. Έχουν καταγραφεί πολλά αξιόλογα συγκροτήματα, και οι Σπυριδούλα με τον Παύλο, και οι Τρύπες και τα Ξύλινα Σπαθιά και τα Υπόγεια Ρεύματα και οι Magic De Spell και πολλοί ακόμη, αξιολογότατοι, διαχρονικοί, έχουν τη θέση τους. Σε μία χώρα υπάρχει θέση για ο,τιδήποτε καλό, πάντα υπάρχει κάποιος που να τον εκφράζει, όλοι χωράνε.

 

Υπάρχουν πολλά ελληνικά metal συγκροτήματα, που έχουν επιτυχία και στο εξωτερικό και περιοδεύουν παγκοσμίως.

Το γνωρίζω, αλλά δεν τα ξέρω προσωπικά. Είναι λογικό να έχουν επιτυχία στο εξωτερικό, διότι υπάρχει μεγάλο κοινό έξω, εδώ δεν υπάρχει τόσο μεγάλο κοινό και δεν υπάρχουν και σκηνές πολλές, για να μπορούν να παίξουν. Επομένως, καλά κάνανε και απευθύνθηκαν έξω, εγώ χαίρομαι για κάθε ελληνικό group ή καλλιτέχνη, που μπορεί να κάνει καριέρα στο εξωτερικό και θλίβομαι για την ξεφτίλα του ελληνικού συστήματος των media, που δεν τιμάει τους  Έλληνες καλλιτέχνες, ειδικά τους παλιότερους και ειδικά αυτούς που έχουν κάνει καριέρα έξω, όπως τους Aphrodite’s Child, τον Ντέμη Ρούσο, τον Βαγγέλη Παπαθανασίου. Περάσανε στα ψιλά γράμματα αυτοί, δυστυχώς. Και οι Socrates, που ήταν το καλύτερο ελληνικό συγκρότημα και αυτό πέρασε στα ψιλά. Επιπλέουν οι φελλοί και τα σκατά, όπως συνήθως… τηλεόραση δεν μπορώ να δω, οι ελληνικές σειρές είναι τραγικές, ο τρόπος που μιλάνε, οι διάλογοι, είναι γελοίος. «Γιώργο, να σου πω, δεν ήταν σωστό αυτό, που έκανες!», «Γιατί το λες, Ευτέρπη;!», δηλαδή ρε πούστηδες, έτσι μιλάνε στην κανονική ζωή;! Τα ακούω και θλίβομαι! Οι παλιές ελληνικές ταινίες ήταν κλάσεις ανώτερες, είναι κλασικές!

 

Γιατί υπάρχει όλη αυτή η παρακμή και στην μουσική και στην τηλεόραση, κατά την γνώμη σου;

Γιατί υπάρχει η κλικοποίηση, το κολλητιλίκι. Οι μετριότητες υπάρχουν και οι μετριότητες έχουν πολύ μεγάλες και μακριές γλώσσες, γλύφουν καλύτερα. Ένας, που είναι καλός, δεν έχει λόγο να μπει μέσα σε αυτό το πράγμα, κανένα λόγο δεν έχει. Και τα realities και οι φωνές και οι παρουσιαστές είναι … Έχω κάνει έξω, πολλά χρόνια, έχω δουλέψει με κορυφαίους ξένους καλλιτέχνες, έχω δουλέψει με τα μεγαλύτερα ονόματα του κόσμου. Τι να μού πούνε τώρα;! Όταν έρχεται ο John McLaughlin και μού λέει εμένα, που είχα αγχωθεί λίγο με τον ήχο του στο live, «Johnny, εγώ βγάζω τη μουσική, και εσύ είσαι μουσικός και την παράγεις και την περνάς στον κόσμο». Τι να μου πει τώρα ο Έλληνας καλλιτέχνης; «Δεν μού αρέσει αυτό, νιανιανιανια!». Είναι το κόμπλεξ της ανεπάρκειας, που έχουν το υφάκι κι αυτά, διότι εκτίθενται μετά, είναι γυμνοί. Ο βασιλιάς είναι γυμνός, όταν δεν μπορεί να ανταπεξέλθει στο όνομά του, οπότε κρύβονται πίσω από την κουρτίνα του δήθεν, του βίτσιου, του παράξενου, του περίεργου, του εκκεντρικού. Δεν έχουν να δώσουν κάτι, αναμασήματα είναι τα περισσότερα, δυστυχώς, που κάνουν … Πες μου κάτι καλό, που έχει γίνει τα τελευταία 20-30 χρόνια, κάτι πολύ καλό. Να με ρωτήσεις κάποια σειρά, δεν μπορώ να σου πώ καμία, που να είναι καλή, ελάχιστες …

 

Johnny, έχεις κάνει παραγωγή σε δίσκους;

Ναι, έχω κάνει παραγωγές σε δίσκους. Η πιο σοβαρή παραγωγή σε δίσκο, που έχω κάνει, και μού βάλανε και το όνομα λάθος, είναι στον δίσκο “Armageddon” (1982) των P.L.J Band, όπου έχω κάνει την ηχοληψία και την παραγωγή. Οι P.L.J Band είναι οι μετέπειτα Τερμίτες.

 

Πρόκειται για έναν αριστουργηματικό progressive rock δίσκο, που είναι και πολύ σπάνιος!

Ναι, είναι σπάνιος, είναι ένας cult δίσκος, ο οποίος είχε ψηφιστεί ένας από τους δέκα καλύτερους ψυχεδελικούς δίσκους στην Ευρώπη, σε κάποιο σοβαρό μέσο.

 

Πώς και δεν συνέχισες να κάνεις κι άλλες παραγωγές;

Για να κάνεις κι άλλες παραγωγές, πρέπει να έχεις και τους ανάλογους μουσικούς και τα συγκροτήματα. Ενώ είχα studio, δεν έβρισκα ποτέ κάτι, που να είναι αυτό που να θέλω να κάνω. Εγώ είμαι δημιουργικός, στο studio είμαι πιο καλός παραγωγός απ’ ό,τι ηχολήπτης, και είμαι πολύ πιο καλός παραγωγός παρά μουσικός. Γιατί, όταν διακρίνω ένα καλό ταλέντο, εγώ μπορώ να το κατευθύνω, να του «δείξω» την πορεία του και να βγάλω απ’ αυτό, αυτό που πρέπει, να στήσω μία παραγωγή, η οποία να έχει να σου πει κάτι. Με τους P.L.J Band η παραγωγή ήταν δύσκολη, διότι είχαμε ένα υποτυπώδες studio οκτακάναλο με ελάχιστα μηχανήματα, αλλά είχαμε πολλή φαντασία και όρεξη για δουλειά, και για αυτά που είχαμε, η παραγωγή είναι super. Τον δίσκο αυτόν τον πήρε Polygram τότε, τον πήγαν για demo, αλλά η εταιρεία είπε «Τι demo; Αυτό είναι έτοιμο, αυτό θα βγάλουμε»! Όπως έκανα και τον πρώτο δισκο των Apocalypsis σε demo, αλλά δεν με πήραν μετά οι Apocalypsis, πήραν τον Ηλία Μπενέτο και το κάνανε με την Minos (σ.σ.: το 1980), εγώ ήμουν στην απ’ έξω. Μου εξομολογήθηκε μετά ο Ντεριλής ότι το demo είχε καλύτερο ήχο και ύφος απ’ ό,τι ο δίσκος. Λέω «Ναι, αυτό είναι να το μαθαίνετε εσείς, όχι εγώ, εγώ έκανα αυτό που έπρεπε».

 

Ο κορωνοϊός, η πανδημία, τα lockdown πώς επέδρασαν πάνω σου;

Είμαι απόλυτα προσαρμοστικό όν και μπορώ να δέχομαι καταστάσεις, να τις εκμεταλλεύομαι αυτές τις καταστάσεις και να κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ. Και να επιβιώνω μέσα από τις καταστάσεις. Θα σε πάω πίσω … γιατί ήμουν ο καλύτερος διευθυντής παραγωγής στον χώρο τότε; Ήμουν, επειδή δεν υπήρχε η λέξη «όχι». Είχαμε χιλιάδες προβλήματα και έπρεπε να βρούμε λύσεις. Θα σου δώσω ένα παράδειγμα: όταν κάναμε την παραγωγή του Peter Gabriel στον Λυκαβηττό, ήταν πολύ μικρός ο χώρος για αυτό, που κάναμε. Έφερνα μέσα γερανούς και είχαμε την πρώτη κρεμαστή μικροφωνική. Δεν υπήρχε, έφερνα μέσα γερανούς, αυτοκίνητα, έβλεπες τον Peter Gabriel και είχε δύο φορτηγά αριστερά και δεξιά και κρεμόταν η μικροφωνική. Δεν πέρναγαν από την πίσω πόρτα οι τροχοβίλες … έφερα οξυγόνο, έκοψα τις πόρτες, περάσανε οι τροχοβίλες και  ξανακολλήσαμε τις πόρτες, έτσι βγήκαν πάλι οι τροχοβίλες! Χάλασε ο ένας γερανός και κατέβαινε η μικροφωνική, δεν κράταγε το τύμπανο με το συρματόσκοινο, το έλυσα εγώ, δεν μπορούσαν να το λύσουν οι τεχνικοί τους και έλυσα εγώ το πρόβλημα, γιατί έπρεπε να ξυλωθεί όλο το τράβελινγκ. Ψάχναμε απλά πράγματα, θέλαμε φωτογραφικές μπαταρίες Δευτέρα απόγευμα, ήταν όλα κλειστά, βρήκα! Τους είπα θα πάτε στα περίπτερα στο Σύνταγμα, που είναι οι τουρίστες, τότε οι φωτογραφικές μηχανές θέλανε μπαταρίες! Βρήκα τις λύσεις! Με τους Iron Maiden, δεν πέρναγαν τα φορτηγά, έκοψα το σίδερο από πάνω με το σιδεροπρίονο, με το χέρι, για να περάσουν τα φορτηγά και να μπούνε μέσα, στις 6 η ώρα το πρωί, για να προλάβουν την παραγωγή! Κάναμε τέτοια πράγματα τρελά! Νοίκιασα φορτηγό, ίδιo με τα οκτώ του Peter Gabriel για τον Λυκαβηττό, ίδια νταλίκα με ίδιο συρόμενο, και τη φόρτωσα και την έβαλα να ανέβει στον Λυκαβηττό, για να δω αν ανεβαίνει, και είχα συνεργείο μαζί, κόψαμε κάτι κλαδιά από τα δέντρα, για να μπορέσουνε να στρίψουνε, και σε περίπτωση που ο κινητήρας κάποιας νταλίκας από αυτές ήταν πιο ψόφιος και δεν μπορούσε να ανέβει ή κάτι, είχα ένα μικρό φορτηγό stand by, για να γίνει μεταφόρτωση. Λοιπόν, με τον κορωνοϊό, που λες, δεν είχα τέτοια θέματα, γιατί το έλυσα αυτό! ΟΚ, έκανα πιο πολλές δουλειές στο σπίτι. Ήθελα ας πούμε να φτιάξω ένα ράφι και δεν έβρισκα γωνιές και ήταν κλειστά τα μαγαζιά, έφτιαξα δικές μου γωνιές. Βρήκα άλλο τρόπο να στηρίξω τα ράφια, δεν έβρισκα ούπα, κάρφωσα στον τοίχο ας πούμε τακάκια ξύλου και βίδωσα σε αυτά. Πρέπει να «το βάζεις» να δουλεύει. Δεν πρέπει να σε παίρνει από κάτω. Πήρα την σκυλίτσα μου την Λάρα δύο – τρεις εβδομάδες πριν τον κορωνοϊό, ήταν το παρεάκι μου, και επειδή είχα το σκυλί, μπορούσα να βγαίνω κιόλας. Κάναμε περισσότερες συναντήσεις στο σπίτι, με προσοχή, τα εμβόλια τα έκανα, γιατί δεν είμαι από τους ηλίθιους, που αμφισβητούν την επιστήμη. Υπάρχει κι αυτό το κίνημα, «δεν κάνω εμβόλια»!  Μαλακίες! Θα σου πω κάτι, όταν ήμουν πιτσιρικάς εγώ, στο Δημοτικό, αυτό που έβλεπα και εδώ και στην Αμερική, είναι παιδάκια με σίδερα στα πόδια από πολιομυελίτιδα. Όταν, λοιπόν, βγήκε το εμβόλιο, που ήταν μία καραμέλα, που την μασάγαμε, δεν είδα κανείς να το αμφισβητήσει. Όταν έβλεπες τώρα αυτή την πίκρα γύρω σου και τον πόνο, δεν καταλαβαίνω τι έχουν πάθει τώρα και έχουν σαλτάρει! Θέλεις να μείνεις κουλός, κουτσός; Σε κάποιες χώρες επιστρέφει η πολιομυελίτιδα. Μαλάκα, ηλίθιοι είσαστε; Δεν παίρνουν το χάπι, λέει, για θρησκευτικούς λόγους! Βρε, μαλάκα! Μού έσκασε το λάστιχο, αλλά δεν πάω τώρα, για λόγους αρχής, να το τρυπήσω και να βάλω μπάλωμα, δεν κάνει! Δεν επιτρέπεται!! Δυστυχώς, κάποτε οι μαλάκες ήταν ανάμεσά μας, τώρα είμαστε εμείς ανάμεσά τους! Υπάρχει σε αυτή την χώρα πολύ μαλακία, περίεργη αντίληψη, υπάρχει παντελής έλλειψη κοινής λογικής. Αυτό με στεναχωρεί πάρα πολύ, γι’ αυτό αυτή η χώρα δεν θα πάει ποτέ μπροστά, πάμε ολοταχώς προς τα πίσω, σε όλα τα επίπεδα – μην πιάσω τους πολιτικούς τώρα. Δεν ανήκω σε καμία παράταξη από πολύ μικρός. Δεν μπήκα ποτέ σε αυτό το παιχνίδι Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός, είμαι ενάντια στη βία, πιστεύω ότι όλα λύνονται με ειλικρινή διάλογο, και να κάτσεις να ακούς τον άλλον, όχι να του επιβάλλεις τις απόψεις σου. Μην πιάσουμε τους φοιτητές τώρα και τα πανεπιστήμια, είναι ένα ατέλειωτο μπάχαλο. Θυμάμαι μια φορά παλιά είχα πάει να παίξω σε ένα φεστιβάλ μπύρας, που γινόταν στην Πειραιώς, πήγα σε ένα κτίριο εκεί, είχαν στήσει σκηνή, ωραία λεω, εγκαταλελειμμένο κτίριο, παλιό, ωραία κατάληψη, γουστάρω την φάση. Μέχρι που αντιλήφθηκα ότι είναι η Σχολή Καλών Τεχνών! Είναι Πανεπιστήμιο αυτό το πράγμα! Ήταν θλιβερό, είναι θλιβερά κι όλα αυτά που βλέπω, διότι έχουν χάσει το νόημα. Το νόημα είναι ότι οι φοιτητές πρέπει να πηγαίνουν κάπου να μαθαίνουν κάτι, όλα τα σχετικά με τις διεισδύσεις των κομμάτων στα Πανεπιστήμια μέσα δεν …, δεν μού πάει εμένα αυτό το πράγμα. Σόρρυ ρε παιδιά, μπορεί για κάποιους να είναι ένας τρόπος ζωής, για εμένα δεν …,  δεν μου ταιριάζει. Έχω σπουδάσει σε άλλα Πανεπιστήμια έξω, είχαμε την ελευθερία μας, αλλά δεν χρειάζεται να μουτζουρώσεις τον τοίχο, να βάλεις φωτιά, δεν χρειάζεται να δείρεις τον πρύτανη! Υπάρχουν άλλοι τρόποι.

 

Τώρα που λέμε για πολιτική και τα λοιπά, στίχους στους Vavoura Band έγραφες εσύ;

Ναι.

 

Μέσα από τους στίχους σου πέρναγες μηνύματα;

 Όσα μπορούσα. Στο “Dead End” βρίζω τις δισκογραφικές εταιρείες! Διότι ήταν αδιεξοδική η φάση, που προσπαθούσαμε να βγάλουμε τον δίσκο, και τον βγάλαμε ιδιωτικά.

 

Θα ήθελα να μου πεις τα πέντε αγαπημένα σου μουσικά album και τις πέντε αγαπημένες σου ταινίες!

Δύσκολο. Μου έρχονται πολλά παραπάνω από πέντε…  Για μένα σταθμός είναι το “Sgt. Pepper’s Lonely Hearts Club Band” (1967) των The Beatles, που άλλαξε τον τρόπο παραγωγής των δίσκων. Στην τύχη θα σου πω, γιατί είναι πάρα πολλά. Εκπληκτική δουλειά progressive είναι το “In The Court of the Crimson King” των King Crimson, είναι δισκάρα. Πιστεύω ένα σταθμός στην δισκογραφία πάλι ήταν το “The Dark Side of the Moon” των Pink Floyd, τρομερός δίσκος … Jimi Hendrix Experience το πρώτο (σ.σ.: “Are you Experienced”, 1967), για πλάκα! Είναι πολλά … Θα σού πω έναν δίσκο, που δεν θα το πιστέψεις ότι τον γουστάρω. Είναι το “Tea for the Tillerman“ (1970) του Cat Stevens! Είναι ένας δίσκος, που όλες του οι μπαλάντες είναι η μία καλύτερη από την άλλη, δεν πετάς τίποτα! Είναι σταθμός! Ξεκινάς από την αρχή μέχρι το τέλος και δεν πετάς τίποτα! Δυστυχώς, εδώ και πολλά χρόνια, τα συγκροτήματα βγάζουν ένα άλμπουμ, όπου υπάρχει το hit και το υπόλοιπο είναι μέτριο. Γιατί μου τρως τον χρόνο μου και πρέπει να το ακούσω; Ξέρεις, για εμάς που δεν έχουμε τόσο χρόνο, γιατί είμαι και DJ σε βινύλια, εδώ και δεκαπέντε χρόνια παίζω βινύλια σε μαγαζιά, μόνο βινύλια!

 

Δεν το γνώριζα αυτό.      

Βεβαίως, κουβαλάω τα πικάπ μου, τους δίσκους μου, έχω χιλιάδες δίσκους στη συλλογή μου.

 

Τι ακριβώς παίζεις;

Από 50s μέχρι 80s. Έχω διακόσιους-τριακόσιους δίσκους μαζί μου, κουβαλάω σαν γαϊδούρι και παίζω ανάλογα με το τι βλέπω στον κόσμο και τι γουστάρω κι εγώ. Κάνω μία μίξη των δύο, δηλαδή σε τι mood είμαι εγώ, τους βάζω στο mood το δικό μου ή αν δεν είναι σε αυτό το mood, μπαίνω εγώ στο δικό τους. Αλλά είναι πολύ χρονοβόρο να κάνεις μία ακρόαση σε έναν καινούργιο δίσκο, μόνο και μόνο για να ανακαλύψεις ότι δεν έχει τίποτε μέσα.

 

Από ταινίες;

Δεν είμαι τόσο σινεφίλ, ειδικά τα τελευταία χρόνια δεν πολυπάω σινεμά. Βγαίνουν παραγωγές που είναι, ειδικά από το Hollywood, λίγο μπαλαφαρέ, είναι overproduced.

 

Αγαπημένοι ηθοποιοί και σκηνοθέτες;  

Μού αρέσαν πάρα πολύ, ως ταινίες, με αυτό το τρελό το χιούμορ, η «Μία Τρελή, Απίθανη Πτήση» και οι «Τρελές Σφαίρες» με τον Leslie Nielsen, οι Monty Pythons μού άρεσαν πολύ, είμαι τρελός για τον Peter Sellers, ειδικά στην σειρά ταινιών με τον «Ρόζ Πάνθηρα» ήταν καταπληκτικός, ο Gene Wilder στο “Young Frankenstein” κι οι ταινίες του Mel Brooks, ο Mel Brooks ήταν πολύ ανατρεπτικός σκηνοθέτης, φοβερός … γενικά θα πάω να δω μια ταινία και θα διαπιστώσω αν είναι καλή ή όχι, τόσο απλά. Δεν λέω, «α, είναι ο τάδε σκηνοθέτης, θα πάω» … ο Woody Allen, οι παλιές του ταινίες ήταν καταπληκτικές, σταθμοί.

 

Johnny, τώρα θα σου αναφέρω κάποια ονόματα και θέλω να μου πεις τα πρώτα πράγματα που σου έρχονται στο μυαλό!

Ώχ! Φέρε μου το φτυάρι, χαχα!

 

Δημήτρης Πουλικάκος.         

Μορφή. Φοβερός ηθοποιός, φλεγματικό χιούμορ, φοβερές γνώσεις γύρω από την μουσική και τον κινηματογράφο, ανατρεπτικός … γενικά, είναι αυτό που είναι.

 

Αν δεν κάνω λάθος, είχες κάνει την παραγωγή σε ένα live album του.

Ναι, ήμουν στο τεχνικό κομμάτι μόνο, στην τεχνική κάλυψη, στο «Crazy Love Στου Ζωγράφου» (1979), που έκανε, που αναβλήθηκε τρεις φορές λόγω βροχής. Και τον παραδέχθηκα εκεί, διότι έστησε μία μπάντα από είκοσι άτομα και καταφέρανε, Έλληνες μουσικοί, να παίξουν όλοι μαζί, που είναι πολύ δύσκολο! Τρεις βάζεις μαζί και βαράει ο ένας στην Ανατολή και ο άλλος στην Δύση! Τον Μητσάρα τον γουστάρω! Είναι από τους πρώτους, που είδα εγώ, όταν πήγα στο Κύτταρο, όταν τον άκουσα στον δίσκο που είχε βγει έναν χρόνο πριν, στο «Ζωντανοί στο Κύτταρο».

 

Γιάννης Ζουγανέλης.

Ταλεντάρα, ταλεντάρα. Μπορεί να είχαμε τις διαφορές μας, αλλά αυτό, που κάναμε στα «Κουφώματα» είναι μυθικό, είναι ιστορικό και αυτό ισοφαρίζει για ό,τι άλλο πρόβλημα είχαμε ή διαφωνία, μετά από τα «Κουφώματα». Διότι έχω παράπονα, αλλά αυτά είναι προσωπικά.

 

Τζίμης Πανούσης.

Ο Τζιμάκος ήταν μία μεγάλη απώλεια, μακάρι να είχαμε κι άλλους Τζίμηδες. Τα έλεγε χύμα, έξω από τα δόντια, είχε βάθος η κουβέντα του, ήταν ψαγμένα όλα, το χιούμορ του ήταν το κάτι άλλο, αυτό το μουλωχτό, ανατρεπτικό χιούμορ. Ήταν φιλαράκι. Αυτό, που δεν ξέρουν πολλοί, ότι ο Τζίμης ξεκίνησε από τους Vavoura Band, τον βγάζαμε πριν από τους Vavoura Band με μία ακουστική κιθάρα και έλεγε 5-6 κομμάτια. Μετά πήρε τον Δρόλαπα και τον Βαγγέλη Βέκιο (drums) από τους Vavoura Band και άλλους μουσικούς και έκανε τις Μουσικές Ταξιαρχίες. Έτσι ξεκινήσαμε, ο Τζιμάκος ήταν support των Vavoura Band. Άνοιξε για εμάς ας πούμε το 1981 στο On The Road, ένα μπαράκι στον Χολαργό, στην Μεσογείων, που το είχε ο Δημήτρης Ψαριανός, ο γνωστός και μη εξαιρεταίος.

 

Γιώργος Νταλάρας

(σ.σ.: μεγάλη παύση) Για να μην γίνω κακός … είναι από τους ανθρώπους, που τον γουστάρω να τραγουδάει, αλλά όχι να μιλάει. Έτσι απλά. Αν δηλαδή τραγουδούσε μόνον και δεν έμπλεκε σε άλλα πράγματα, θα μού ήταν πολύ συμπαθής. Παρ’ όλα αυτά, τα ακούω τα τραγούδια του. Ειδικά τα παλιά, γιατί τον προτιμώ σαν λαϊκορεμπετοκατάσταση και όχι μετά τα κουλτουριάρικα. Τον προτιμώ σαν τραγουδιστή και όχι σαν παράγοντα.

 

Μάρκος Σεφερλής.

Τον συμπαθώ τον Μάρκο, αλλά το χιούμορ της μπαλαφάρας δεν μού λέει εμένα κάτι, είναι χιούμορ για την μάζα. Και η μάζα δικαιούται να έχει έναν κωμικό σαν τον Σεφερλή, να κάνει αυτά που κάνει. Δηλαδή δεν ακούνε όλοι Μότσαρτ και Μπετόβεν, κάποιοι ακούνε και ντιριντάχτα ή κάποιοι ακούνε Οικονομόπουλο ή Βέρτη, τι να κάνουμε. That’s life. Αν δεν υπάρχει το κακό, δεν μπορείς να εκτιμήσεις το καλό, είναι σοβαρό αυτό που σου λέω, πάντα πρέπει να υπάρχει ένα μέτρο σύγκρισης. Για να πεις ότι κάτι είναι πολύ καλό, πρέπει να έχεις δει ή ακούσει και άλλες 50 μαλακίες, ώστε να πεις ότι αυτό ξεχωρίζει.

 

Φοίβος.

Συμπαθής είναι, τον ξέρω και προσωπικά. Κοίταξε να δεις, ο Φοίβος και οι διάφοροι, για να μην στοχοποιήσω τον Φοίβο, αυτή η κατηγορία των συνθετών … θα σε πάω σε κάτι άλλο, αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι συνθέτες, είναι λάθος η χρήση αυτού του όρου, όλοι αυτοί που κάνουν τραγουδάκια, είναι τραγουδοποιοί. Συνθέτης είναι κάτι άλλο, είναι να είσαι μουσικός, να έχεις σπουδάσει, να ξέρεις αρμονία, αντίστιξη, να μπορείς να αναλύσεις ένα συμφωνικό έργο, να το γράψεις, να παίξεις πράγματα πολύπλοκα, τώρα να παίξεις ντρίγκι-ντρίγκι-ντρίγκι, … καταρχήν, όλοι αυτοί κλέβουν από τον εαυτό τους ή κλέβουν από τους άλλους. Όλοι αυτοί! Αν ακούσεις ένα τραγούδι, μοιάζει με άλλα 50! Αυτά τα άλλα 50 μοιάζουν με άλλα 200! Δεν είναι συνθέτες, μην κανιβαλίζουμε τον όρο συνθέτης. Ένας που είναι συνθέτης, έχει ξοδέψει χρόνια από τη ζωή του, έχει βγάλει τα μάτια του και τα αυτιά του, να μπορέσει να κάνει αυτό το πράγμα. Λοιπόν, αυτοί είναι τραγουδοποιοί και δυστυχώς, ο Φοίβος και οι Φοίβοι οι υπόλοιποι έχουν καταλήξει σε αυτήν την χώρα της μετριότητας να θεωρούνται και εθνικοί συνθέτες! Είμαι κάθετα αντίθετος! Όλοι αυτοί κάθονται σε κάτι δωμάτια, και το ξέρω προσωπικά, από ιδία πείρα, εδώ και τριάντα χρόνια, κλειδώνονται σε κάτι δωμάτια με τις ώρες, τις εβδομάδες, τους μήνες και φασόν παράγουν hit-άκια, με την κακή έννοια. Βρίσκουν ένα σλογκανάκι ή μία επαναλαμβανόμενη μελωδία, … γι’ αυτό τα τραγούδια αυτά είναι απλοϊκά και αφελέστατα, γιατί είναι φτιαγμένα, για να τα θυμάται και ο πιο βλάκας. Ναι, είμαι κάθετα αντίθετος σε αυτό το είδος της μουσικής βιομηχανοποίησης, δεν την πάω με τίποτα. Μουσική είναι έμπνευση, η έμπνευση δεν έρχεται κατά παραγγελία, η έμπνευση έρχεται την ώρα, που είσαι στο μπάνιο και πλένεσαι και σού έρχεται ένα τραγούδι ή περπατάς στον δρόμο. Ας πούμε, κάποτε έγραψα ένα τραγούδι με το βήμα μου, καθώς κατέβαινα από το σπίτι και περνούσα τον δρόμο βιαστικά, για να προλάβω το λεωφορείο, και μού ήρθε μία μελωδία! Αυτό είναι έμπνευση, αυτό δεν σού έρχεται συνέχεια. Οι The Beatles είχαν έμπνευση, γι’ αυτό και δεν κράτησαν, οι Stones, που συνέχισαν, μετά τα 70s δεν έβγαλαν κάτι το αξιόλογο. Μπορεί να παίζουν 50-60 χρόνια, αλλά δεν έχουν κάνει κάτι, αναμασάνε τον εαυτό τους. Η έμπνευση έχει χρόνο λήξης, και ηλικιακά και από ερεθίσματα. Πότε έχουμε έμπνευση; Όταν έχουμε προβλήματα, όταν έχουμε θέματα, όταν έχουμε ανησυχίες. Αν τα έχουμε όλα έτοιμα, δεν έχουμε λόγο να προβληματιστούμε.

 

Εν έτει 2022 τι κάνει ο Johnny Βαβούρας;

Εκτός από το sex, ασχολούμαι με την μουσική, ασχολούμαι με το να αναπαλαιώσω ένα νεοκλασικό που έχω πάρει στον Κεραμεικό, που αγαπώ πάρα πολύ. Αναπαλαιώνω παλαιά αυτοκίνητα, έχω αγάπη για τα κλασικά αυτοκίνητα, μοτοσυκλέτες και ποδήλατα. Παλιά είχα συλλογή με αμερικάνικα αυτοκίνητα, τώρα δεν έχω, έχω 2-3. Φτιάχνω Ντεσεβό. Γενικά, είμαι του παλιού. Αγοράζω και πουλάω παλιά αντικείμενα, τα οποία τα αγαπάω, παλιές ραπτομηχανές, γραφομηχανές, επιπλάκια, μαγνητόφωνα. Όταν τα παίρνω, στενοχωριέμαι που τα αποχωρίζομαι κι όλας πολλές φορές.

 

Έχεις σχέδια για τους The Cadillacs;

Ναι, έχουμε σχέδιο να βγάλουμε ένα χριστουγεννιάτικο δίσκο, αν προλάβουμε, με χριστουγεννιάτικα τραγούδια παιγμένα rock n’ roll! Και θα βγάλουμε μόνο βινύλιο, 300 κομμάτια, γιατί υπάρχει πρέσα επιτέλους στην Ελλάδα, που πρεσάρει βινύλιο, εδώ και μερικούς μήνες.

 

Ποια εταιρεία θα βγάλει αυτόν τον δίσκο;

Δεν ξέρω ακόμη, μπορεί να τον βγάλουμε και μόνοι μας, δεν έχουμε λόγο να τον βγάλουμε με εταιρεία.

 

Έχεις κάποια πρόταση να λάβεις μέρος σε κάποια ταινία ή τηλεοπτική σειρά;

Όχι, όχι, δεν υπάρχει καμία πρόταση. Ένα άλλο κακό, που έχει αυτή η χώρα, … χωρίς διάκριση, όλους τους καλλιτέχνες, που περνάνε κάποια χρόνια, κάποια ηλικία ή περνάνε την ακμή τους, δεν τους σέβονται και δεν τους προωθούν και δεν τους κρατάνε ζωντανούς. Κι αυτό είναι πολύ άσχημο. Στο εξωτερικό συμβαίνει το αντίθετο.

 

Θα ήθελες να στείλεις ένα μήνυμα στους fans σου, που σε παρακολουθούν από παλιά μέχρι και σήμερα;

Καταρχήν θέλω να τους ευχαριστήσω, που είναι πιστοί σε αυτό, που κάνω, διότι είμαι εγώ πιστός σε αυτό, που κάνω. Θα μπορούσα να το γυρίσω, θα μπορούσα να γράψω hit-άκια, θα μπορούσα να το κάνω πιο pop, θα μπορούσα να βάλω ελληνικό στίχο. Εύκολο θα μού ήταν να το κάνω αυτό, αλλά δεν μού πέρασε ποτέ από τον νου, διότι την μουσική την ξεκίνησα σαν αγάπη, δεν την ξεκίνησα σαν μπίζνα. Έτυχε να μού φέρνει κάποια χρήματα, κάποια λίγα χρήματα. Οπότε, θα έλεγα στους fans να παραμείνουν πιστοί σε αυτά, που ακούνε, σε εμάς και σε άλλα, που είναι κοντά σε αυτό το στυλ, να μπορούν να διακρίνουν την ποιότητα και το αυθεντικό και να μην παρασύρονται από το σύστημα, που τους σερβίρει σαβούρες και σκατά, για να τους αποβλακώνει.

 

Ξέχασα να σε ρωτήσω κάτι, Johnny, σκέφθηκες ποτέ να κυκλοφορήσεις solo δίσκο;

Ναι, θα βγάλω, αρκεί να έχω χρόνο. Έχω γράψει πάρα πολλά τραγούδια μες στον χρόνο, που είναι μπαλάντες, γιατί εγώ ξεκίνησα μπαλανταδόρος, με μία ακουστική κιθάρα, κι ακόμα το κάνω αυτό, είναι δηλαδή μαγαζιά, στα οποία παίζω unplugged μόνος μου. Κι έχω τραγούδια, και γράφω τραγούδια, για να έχω στην άκρη. Θα το κάνω κάποια στιγμή, θέλω να βγάλω ένα δίσκο με μπαλάντες και έναν δίσκο με blues. Johnny plays the blues!!! A, μην ξεχάσω να τονίσω ότι το γύρισα στην κιθάρα τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, εγώ μπάσο έπαιζα! Στους Vavoura Band παίζω μπάσο, στους The Cadillacs παίζω κιθάρα, γιατί δεν μπορούσα να βρω έναν κιθαρίστα, με τον οποίο να μπορώ να συνεννοηθώ και ο οποίος να μπορεί να παίζει καλά το στυλ των 50s. Όχι ότι το παίζω εγώ καλά, το παίζω, όμως, έντιμα. Ακούς την μπάντα και έχει τον παλιό ήχο. Δεν είμαι παιχταράς, δεν κάθησα, όταν είχα την ευκαιρία, να μελετήσω. Δεν μελέτησα, διότι προτιμούσα να κάνω το show μου, να είμαι frontman, να μανατζάρω και να κλείνω τις δουλειές παρά να κάθομαι σε ένα δωμάτιο, για να παίζω καλύτερη κιθάρα. Γιατί στα 100 άτομα που είναι από κάτω, οι δύο θα καταλάβουν τη διαφορά μου από έναν βιρτουόζο, για τους υπόλοιπους, αν παίζεις σωστά και είσαι μες στην μπάντα, είσαι μια χαρά, δεν χρειάζεται να παίζεις παπάδες.

 

Σε ευχαριστώ πολύ Johnny!

Σε ευχαριστώ πολύ!            

     

 

 

         

       

 

    

           

 

  

 

 

 

               

 

You may also like

Leave a Comment


The reCAPTCHA verification period has expired. Please reload the page.