Παρασκευή βραδάκι αμέσως μετά τη δουλειά, με ένα καλό φιλαράκι, φτάνω στο Gagarin 205 γύρω στις 10 για το live των Crippled Black Phoenix. Μπαίνοντας στο χώρο, βλέπω το venue μισογεμάτο και την support μπάντα των  Afformance να είναι στη σκηνή. Δυστυχώς, πρόλαβα το τελευταίο τους τραγούδι και έτσι δεν μπορώ να έχω άποψη για την εμφάνιση τους. Επιφυλάσσομαι για την επόμενη φορά, παιδιά.

     Αφού έγιναν τα απαραίτητα στη σκηνή, οι Crippled Black Phoenix εμφανίστηκαν γύρω στις 11 παρά και το κοινό άρχισε να χειροκροτεί αυθόρμητα ήδη από το πρώτο τραγούδι, το "Rise Up And Fight",  το οποίο είχε αφιερωθεί στο παρελθόν στους Έλληνες. Από ό,τι έμαθα, η συναυλία πέρασε από χίλια κύματα, για να γίνει, μια και λίγες μέρες πριν ο Karl Demata (κιθάρα) και ο Christian Heilmann (μπάσο)  ενημέρωσαν πως δε θα συμμετέχουν στις πρόβες και δε θα έρθουν στην Ελλάδα για τις εμφανίσεις. Χρέη μπάσου ανέλαβε ένας τύπος από το studio τους, με την βοήθεια του τραγουδιστή σε κάποια τραγούδια, και κιθάρας ένας Βούλγαρος, που μπήκε ίσα-ίσα για τις εμφανίσεις σε Σόφια, Θεσσαλονίκη και Αθήνα. Ο Justin Greaves (κιθάρα) ενημέρωσε για αυτό σχεδόν με την έναρξη, μιλώντας για κουτσουρεμένο setlist, καθώς δεν ήθελε με τίποτα να αναβληθούν οι συναυλίες αυτές και υποσχέθηκε ότι θα επανέλθουν σύντομα με πλήρες setlist. Αυτό θα πει για μένα, που ήμουν στο Κύτταρο το 2012, τρεις ώρες show! Εκτός από τους δύο session-άδες, ντεμπούτο στην Αθήνα έκανε και ο τραγουδιστής  Daniel Änghede (βγήκε με μπλουζάκι Motörhead), ο οποίος άφησε πολύ καλές εντυπώσεις με τις ερμηνείες των τραγουδιών. Το συγκρότημα έπαιξε μόνο δύο κομμάτια από το πρόσφατο ''White Light Generator'' album τους και επικεντρώθηκε σε παλαιότερο υλικό. Αποκορύφωμα της βραδιάς ήταν το μοναδικό ''Of A Lifetime''  από το πρώτο album των Journey (διασκευάρα), στο οποίο η φωνή της Daisy Chapman μας ταξίδεψε και συνδυάστηκε  με τα δυναμικά κιθαριστικά solos. Πραγματικά ανατρίχιασα! Ακολούθησαν τα ''Troublemaker'', ''444'', ''We Forgotten Who We Are'' (ίσως ένα από τα συγκλονιστικότερα κομμάτια της μπάντας, το οποίο αποδόθηκε χωρίς τις κιθαριστικές μελωδίες του δεύτερου μισού του, αφήνοντας μου έτσι μία πικρή γεύση - ας όψεται ο Demata) και έκλεισαν το κανονικό set  με το highlight των εμφανίσεων τους, το ''Burnt Reynolds'', καθ’ όλη τη διάρκεια του οποίου ένα συνεχόμενο sing along έσειε το Gagarin 205. Ενώ μας χαιρετούσαν και έφευγαν, ο κόσμος συνέχιζε το sing along, κάνοντας την μπάντα να επανέλθει, για να συνεχίσει το κομμάτι για δύο λεπτά ακόμα. Σαν τελευταίο τραγούδι έπαιξαν το ''Let The Day Begin'' των Samhain, μία punk διασκευή, παράταιρη με το ύφος τους, αλλά άκρως διασκεδαστική.                                    

     Αν κάνουμε έναν απολογισμό, θα δούμε ότι η εμφάνιση των Crippled Black Phoenix δεν ήταν αποθεωτική, όπως αυτή του 2012 στο Κύτταρο, μιας και τους έλειπαν δύο βασικότατα μέλη της μπάντας, κάτι, που είχε σαν συνέπεια το κουτσουρεμένο setlist. Για κάποιον που τους έβλεπε πρώτη φορά, ήταν ένα τίμιο live με τις δύο ή τρεις κορυφώσεις του, αλλά εμένα μου έμεινε μια αίσθηση πικρίας. Κρατάω αυτό, που είπε από το μικρόφωνο ο Justin Greaves , ότι οι Βρετανοί πολύ σύντομα θα επιστρέψουν, ώστε να αποκαταστήσουν την φήμη τους.

Σάκης "Dio" Σοφιανός

Photo: http://www.crippledblackphoenix.co.uk

 

 

     Πέντε ολόκληρα χρόνια αναμονής χρειάστηκαν, για να απολαύσουμε τους Evergrey ξανά σε συναυλία στην Αθήνα, ύστερα από εκείνη που είχαν δώσει στο Sin City το 2009, και οι φίλοι τους περίμεναν την συγκεκριμένη ημερομηνία με μεγάλη ανυπομονησία. Έχοντας κυκλοφορήσει το Σεπτέμβριο του 2014 έναν πολύ καλό δίσκο, το  "Hymns For The Broken", και έχοντας αποσπάσει διθυραμβικές κριτικές από τον μουσικό Τύπο, το timing της εμφάνισης τους στο Κύτταρο στις 29/11/2014 έβρισκε την μπάντα στο ζενίθ της επιτυχίας της. Ας πάρουμε τα πράγματα όμως από την αρχή.

     Την βραδιά άνοιξαν οι False Coda, μία progresive metal μπάντα, που κυκλοφόρησε το 2014 τον πρώτο της δίσκο, το  "Closer To The Edge". Στο μισάωρο περίπου, που είχαν στη διάθεση τους, έπαιξαν κομμάτια από το ντεμπούτο τους συν ένα νέο (το ''Throne Of Blood''), αφήνοντας καλές εντυπώσεις και ζεσταίνοντας το κοινό, που είχε αρχίσει σιγά σιγά να πυκνώνει. Την σκυτάλη μετά πήραν οι Need, οι οποίοι κυκλοφόρησαν κι αυτοί στις αρχές του 2014 το  "Orvam - A Song For Home", έναν εξαιρετικό δίσκο. Παρουσιάστηκαν πολύ δεμένοι και με καλό ήχο, ενώ το setlist τους βασίστηκε στο νέο album - ομολογώ ότι με εντυπωσίασαν, μιάς και δεν τους είχα ξαναδεί. Ταίριαζαν ηχητικά σαν support με τους headliners, αν και το progresive metal τους είχε επιρροές και από Fates Warning, Nevermore, Pain Of Salvation. Οι πέντε μουσικοί, με άψογη τεχνική αρτιότητα, αποτέλεσαν ένα πολύ ελκυστικό σύνολο για το κοινό της συγκεκριμένης συναυλίας και μετά το τελευταίο 18λεπτο κομμάτι τους, καταχειροκροτήθκαν από ένα γεμάτο πλέον Κύτταρο.                                                                                                                                                  

      Ήταν μόλις λίγα λεπτά μετά τις 10, όταν ακούστηκε από τα ηχεία το  "The Awakening", στην ελληνική του έκδοση, και οι Evergrey μπαίνουν δυναμικά με το "King Of Errors" από το "Hymns For The Broken". Ακολουθούν το  "As I Lie Here Bleeding"και "Obedience". Ο ήχος ήταν πολύ δυνατός και καθαρός, συμβάλλοντας στην όλη ακουστική απόλαυση, και οι Evergrey βρίσκονταν σε τρελά κέφια, με τον κάθε μουσικό να έχει τον δικό του χώρο στην σκηνή. Στο ''Rulers Of The Mind'' (το τραγούδι, που με εξέπληξε περισσότερο), στο πιο αργό σημείο του συγκεκριμένα, ακούσαμε όλη την εκφραστικότητα της φωνής (σήμα κατατεθέν της μπάντας) του Tom Englund, μαζί με το ατμοσφαιρικό στρώμα μελωδίας των πλήκτρων του Rikard Zander. Στη συνέχεια έχουμε το “Mark Of The Triangle'' και αμέσως μετά τη δυάδα - highlight της βραδιάς, τα ''Solitude Within'' και "Nosferatu", δύο κομμάτια, που δεν είχαν παιχτεί το 2009 και ήταν απωθημένο αρκετών παρευρισκομένων σκληροπυρηνικών οπαδών της μπάντας. Έπειτα, ο Tom προκαλεί το κοινό να αναγνωρίσει το επόμενο κομμάτι, ενώ ακούγεται το σαρωτικό riff του ''Blinded'' – κάτω από τη σκηνή γίνεται χαμός με το κοινό να συμμετέχει ενθουσιασμένο. Η υπέροχη μπαλάντα  "I'm Sorry" ήταν μία από τις καλύτερες στιγμές του set, όλοι τραγουδούσαν τους στίχους, καθώς τα πλήκτρα γέμισαν το χώρο, ενισχύοντας όλα τα συναισθήματα, που έρχονταν από την κύρια μελωδία του τραγουδιού. Το live προχωρά με τα ''Monday Morning Apocalypse'' (από τον ομώνυμο και πιο αμφιλεγόμενο δίσκο των Evergrey), και ''Leave It Behind Us'', όπου άφησαν τον Rikard μόνο του στο τέλος, για να ακολουθήσει ένα medley με τα "Words Mean Nothing" και "Missing You" μόνο με πλήκτρα και φωνή. Το κύριο set έκλεισε ιδανικά με το "The Grand Collapse", το καλύτερο κατά την γνώμη μου κομμάτι του  "Hymns For The Broken" και ένα από τα δέκα καλύτερα τους γενικότερα. Το encore ξεκινάει με το σπαρακτικό  "When The Walls Go Down" και συνεχίζει με το "Recreation Day", το "Broken Wings" και το hit  "A Touch Of Blessing", που ήταν και το τραγούδι, με το οποίο τελείωσε αυτή η μακρά νύχτα. Εν κατακλείδι, ήταν η καλύτερη εμφάνιση των Σουηδών στην Αθήνα, με ένα υπέροχο setlist, άψογο ήχο, πολύ κόσμο, ταιριαστά support και πάνω από όλα, επαγγελματίες μουσικούς, οι οποίοι αμέσως μετά το live βγήκαν, για να υπογράψουν αυτόγραφα, να βγάλουν φωτογραφίες και να συνομιλήσουν με τους fan τους. All the battles I’ve fought and lost,  when I am asleep they come.

Σάκης “Dio” Σοφιανός

 

     Όταν έμαθα τον περασμένο Μάιο ότι οι Battleroar θα έπαιζαν στο Κύτταρο στις 11 Οκτωβρίου του 2014, σημείωσα την ημερομηνία στο ημερολόγιο μου, ώστε μην κανονίσω κάτι άλλο την ημέρα εκείνη. Ήθελα τόσο πολύ να τους δω να αποδίδουν ζωντανά το υλικό του καινούργιου τους δίσκου “Blood of Legends”'!

     Κατά την άφιξη μου στο club, βρίσκονταν ήδη στην σκηνή οι Wishdoom, μια σχετικά καινούργια μπάντα από την Θεσσαλονίκη, που έχει κυκλοφορήσει 2 EP και ένα full length album το 2011 (το “Helepolis”). Την μπάντα την έβλεπα πρώτη φορά, ήταν φανερό όμως ότι ο Χρήστος Πασχαλίδης στα φωνητικά και τα υπόλοιπα παιδιά της μπάντας έδειχναν ιδιαίτερα δεμένοι - και σε πολύ καλή φόρμα τη βραδιά εκείνη, διασκεδάζοντας τον κόσμο, που δεν ήταν πολύς εκείνη την ώρα. Έπαιξαν περίπου 45 λεπτά με καλό ήχο το epic doom metal set τους και έκλεισαν με μια διασκευή στο “The Oath” των Manowar, βάζοντας με την εμφάνιση αυτή παρακαταθήκη για μια καλύτερη συνέχεια.                                                                                                          

     Λίγο πριν τις 10, ανέβηκαν στην σκηνή οι Evil-lyn από την Φινλανδία. Έχοντας κυκλοφορήσει ένα EP το 2014 (''Out Of The Shadows'') και ένα άλλο EP το 2012 (''The Night Of Delusions''), παρουσίασαν όλη την δισκογραφία τους, που κινείται στον κλασικό heavy metal ηχο. Ήταν κινητικοί πάνω στην σκηνή, είχαν καλό ήχο, σε γενικές γραμμές όμως δεν παρουσίασαν τίποτα το ιδιαίτερο.

     Πριν βγούν οι Battleroar, ανέβηκε στην σκηνή ο Μιχάλης Νόχος, ο διοργανωτής του live, για να ευχαριστήσει όσους βρέθηκαν στο Kyttaro και στήριξαν με την παρουσία τους το όλο εγχείρημα.  

     Οι Battleroar ξεκίνησαν το set τους στις 11 παρά και το club είχε περίπου 250 - 300 άτομα. Άνοιξαν με το ''The Swords Are Drawn'' από το “Blood of Legends” και έσυραν, όλοι μαζί αλλά και ο καθένας ξεχωριστά, την επικολυρική πολεμική ατμόσφαιρα, που αισθανόμαστε ακούγοντας τα τραγούδια τους: o Gerrit (Mutz) με την φωνή του, ο Κώστας και o Ανδρέας με τα εκπληκτικά riffs και solos, που εξαπέλυαν ανελέητα με τις κιθάρες τους, ο Σταύρος και ο Νίκος με το σταθερό και στιβαρό παίξιμο τους σε μπάσο και drums αντίστοιχα και ο Alex με το βιολί, ολοκληρώνοντας όλη αυτήν την ηχητική πανδαισία. Ο κόσμος συμμετείχε ενεργά, ακόμα και στα καινούργια, όπως στο ''Valkyries Above'' (όσοι δεν το είχαν ακούσει, ρωτούσαν να μάθουν τον τίτλο του ύμνου αυτού). Το μάτι μου έπιασε κάποια στιγμή τον Θύμιο Κρίκο (των Innerwish), παραγωγό του “Blood of Legends”, να μειδιά από ευχαρίστηση, βλέποντας τα πουλέν του να κεντάνε στη σκηνή. Από τα 8 καθαρά metal κομμάτια του νέου δίσκου, ακούστηκαν τα 5 – μάγκες, μας χρωστάτε τα υπόλοιπα 3 στο επόμενο live, διότι το “Blood of Legends” είναι κατά την γνώμη μου ένα από τα καλύτερα album που έχει κυκλοφορήσει ποτέ ελληνική μπάντα! Ένα μεγάλο μπράβο αξίζει σε όλους όσους συνέβαλαν σε αυτή την βραδιά: στους διοργανωτές, στις μπάντες, στον κόσμο που προσήλθε, στο Κύτταρο για τον πολύ καλό ήχο … Αναμένουμε το επόμενο μουσικό ραντεβού, Swordbrothers!

Σάκης “Dio” Σοφιανός

 

     Σάββατο 25 Οκτωβρίου είναι η μέρα που οι θρυλικοί Saxon ξεκινούν από την Αθήνα την ''Warriors Of The Road'' περιοδεία τους, για να γιορτάσουν το γεγονός ότι κλείνουν 35 χρόνια από την πρώτη τους κυκλοφορία. Η περιοδεία αυτή βασίζεται στην ''Αγία Τριάδα'' τους, δηλαδή τα ''Wheels Of Steel'' (1980), ''Strong Arm Of The Law'' (1980) και ''Denim And Leather''(1981). Μαζί τους βρίσκεται, επίσης, ένα πολύ σημαντικό Ελληνικό συγκρότημα, οι InnerWish, τους οποίους είχαμε καιρό να δούμε ζωντανά.

 

      Φτάνοντας γύρω στις 8 μ.μ. στο Gagarin, είδα με ικανοποίηση αρκετό κόσμο στη Λιοσίων, κάτι που πολύ καιρό να παρατηρήσω. Έβλεπες άτομα κάθε ηλικίας, από πιτσιρικάδες που θα τους απολάμβαναν για πρώτη φορά, μέχρι μεγαλύτερους, που τους είχαν δεί αρκετές φορές και γνώριζαν από πρώτο χέρι το heavy metal πάρτυ που θα ακολουθούσε. Στις 9 ακριβώς οι Inner Wish έκαναν την εμφάνιση τους στην σκηνή, σε ένα σχεδόν γεμάτο venue, δυναμικά με το ''Bleeding Soul'', με τον καινούργιο τους τραγουδιστή, Γιώργο Εικοσιπεντάκη, να έχει προσαρμοστεί πλήρως (έχει ήδη δύο χρόνια περίπου στην μπάντα). Οι Αθηναίοι metallers, με τεχνική αρτιότητα, ταλέντο και τρομερή άνεση επί σκηνής, είχαν 45 λεπτά και 9 τραγούδια, για να αποδείξουν γιατί θεωρούνται μια από τις σπουδαιότερες εγχώριες μπάντες. Όλη την ενέργεια και το πάθος, που έβγαζαν στην σκηνή, την μετέδιδαν και στο κοινό, που συμμετείχε ενεργά, πράγμα πολύ σημαντικό για ένα group, που αναλαμβάνει να ζεστάνει το κοινό μιας συναυλίας - και ικανοποιώντας τους φίλους τους και κερδίζοντας νέους οπαδούς. Δυστυχώς, μέχρι τα μισά του set τους δεν είχαν τον ήχο, που θα έπρεπε, μετά όμως το ''No Turning Back'' ο ήχος διορθώθηκε. Έπαιξαν κομμάτια και από τα 4 studio albums τους, χωρίς κάποιο καινούργιο τραγούδι, με τον τραγουδιστή να υπόσχεται ότι την επόμενη χρονιά θα πρέπει να περιμένουμε εκπλήξεις - ίσως και νέο δίσκο. Ειδικά στα ''Silent Faces'', ''Burning Desires'' και ''Ready For Attack'', το κοινό επικοινωνούσε συνεχώς, τραγουδώντας τα refrain των στίχων, και στο τέλος, καταχειροκρότησε την μπάντα ως επιβράβευση για ό,τι προσέφερε, προσδοκώντας μια headline εμφάνιση των Innerwish, για να τους χορτάσει.

 

      Ύστερα από ένα διάλειμμα απαραίτητο, ώστε να ετοιμαστεί η σκηνή για τους Saxon, γύρω στις 22:20, και μέσα σε γκάζια μοτοσυκλέτας και ιαχές από το κοινό, που παραληρούσε, έκαναν την εμφάνιση τους οι βετεράνοι του metal. Οι Saxon κατέλαβαν κάθε σπιθαμή της σκηνής ξεκίνησαν με το ''Motorcycle Man'' και έδωσαν το έναυσμα για μια ονειρική βραδιά για τον κόσμο, που είχε γεμίσει ασφυκτικά το Gagarin οδηγώντας την συναυλία σε sold out. Σε μια περιοδεία, βασισμένη σε συγκεκριμένους και μόνον δίσκους, το μόνο καινούργιο, που χώρεσε στο set, ήταν το ''Sacrifice'', από το ομώνυμο καινούργιο album. Οι Saxon, όπως πολύ καλά γνωρίζουν όσοι έχουν παρακολουθήσει έστω και μία συναυλία τους, είναι ο ορισμός της Heavy Metal διασκέδασης, με οδηγό τον αειθαλή frontman, Biff Byford, και συνοδοιπόρους τους Paul Quinn και Doug Scarratt στις διπλές κιθαριστικές επιθέσεις και τα solos, τον Nigel Glockler στους κεραυνούς στα τύμπανα και τον Wayne Banks στο μπάσο. Ο τελευταίος αντικατέστησε τον Nibbs Carter λόγω ασθένειας της συζύγου του, χωρίς να γίνει αισθητή η απουσία του.

 

      Η συναυλία κυλούσε με ιστορικά και αθάνατα τραγούδια, κάτι, που είχε ως αποτέλεσμα να αυξάνεται ολοένα και περισσότερο ο ενθουσιασμός και η ένταση. Μετά το ''Heavy Metal Thunder'', οι Saxon έπαιξαν το “Ride Like the Wind”, μέσα σε ένα venue έτοιμο να κατεδαφιστεί από την μαζική συμμετοχή και ανταπόκριση του κοινού. Tο ένα hit διαδεχόταν το άλλο, φτιάχνοντας ένα setlist ονειρώδες: ''Broken Heroes'',''Crusader'', ''Dallas 1PM'', ''747 (Strangers In The Night)'' και το κανονικό τους set κλείνει, μέσα σε πανδαιμόνιο, με το '”Princess Of The Night'”. Κανείς δεν κατάλαβε πώς πέρασε η ώρα και ότι πλησίαζε το τέλος, αλλά και κανείς δεν έδειχνε κουρασμένος. Οι Saxon αποχωρούν, αλλά εντός ολίγου ο Doug Scarratt επιστρέφει για ένα κιθαριστικό σόλο, με τους υπόλοιπους να παίρνουν τις απαραίτητες ανάσες στα backstage. Όταν βγήκαν και οι υπόλοιποι τέσσερεις για encore, όλοι οι παρευρισκόμενοι προσευχόμασταν να μην τελειώσει η συναυλία! Οι SAXON είναι από τα συγκροτήματα, που θέλεις να βλέπεις συνεχώς, πράγμα που φαίνεται και από την συχνότητα των επισκέψεων τους στην χώρα μας.

 

      Αυτό, που σού μένει σαν απορία, μετά από σχεδόν δύο ώρες ζωντανής μουσικής, είναι, πώς, έχοντας δώσει ένα live υψηλότατης ποιότητας και έχοντας αποζημιώσει και με το παραπάνω τους οπαδούς τους, καταφέρνουν κάθε φορά και τα δίνουν ΟΛΑ επί σκηνής;! Πώς μια μπάντα τόσο μακρόβια, με μέλη μιας κάποιας ηλικίας, δεν κουράζονται και μένουν τόσο ζωντανοί και ενεργοί; Τι είναι αυτό που τους κρατάει;

 

      Μα ... το ίδιο το Heavy Metal ...

 

Σάκης "Dio" Σοφιανός

 

    

     Τον Σεπτέμβρη, που μάς πέρασε, είχαμε την χαρά και την τιμή να παίξουν στο Kookoo οι Steamroller, ένα trio από πρώην μέλη των αγαπημένων Whitesnake: τον κιθαρίστα Doug Aldrich, τον μπασίστα και τραγουδιστή Michael Devin και τον παιχταρά ντράμερ Brian Tichy. Τη βραδιά άνοιξαν τελικά οι 4BITTEN, μια αλλαγή της τελευταίας στιγμής (αρχικά είχε ανακοινωθεί άλλη support μπάντα).

     Όταν ανέβηκαν στη σκηνή γύρω στις 9 μ.μ. οι 4BITTEN, μια heavy metal μπάντα με γυναικεία φωνητικά, την οποία έβλεπα για τρίτη φορά live, είχε μαζευτεί αρκετός κόσμος, πράγμα πολύ ευχάριστο για μια μέρα δύσκολη, όπως η Δευτέρα. Έπαιξαν κομμάτια και από τις δύο δισκογραφικές δουλειές τους συν τρία καινούργια και για άλλη μια φορά έδειξαν πολύ δεμένοι – καθόλου τυχαίο, αφού έχουν πραγματοποιήσει πολλές live εμφανίσεις, και στο εξωτερικό μάλιστα (πέρυσι ήταν το κύριο support των UFO στην ευρωπαική περιοδεία των τελευταίων). Μου άρεσαν! Είχαν πολύ κέφι, με την Φώφη Ρούσσου ορεξάτη στο μικρόφωνο να προσπαθεί να ανεβάσει την διάθεση του κόσμου.Και τα υπόλοιπα παιδιά στο group, με την μουσική και τον αέρα τους, απέδειξαν και πάλι ότι οι 4BITTEN είναι ικανοί για μεγάλα πράγματα. Τους αξίζουν πολλά μπράβο για την εμφάνιση και την ανταπόκριση στην πρόσκληση της τελευταίας στιγμής.

     Μετά το διάλειμμα, κατά το οποίο ετοιμάστηκε η σκηνή, και ενώ ο κόσμος είχε αρχίσει να πυκνώνει, έκανε την εμφάνιση του το τρίο υπό επευφημίες. Πρώτο τραγούδι ήταν το ''War Pigs''(Black Sabbath) και ακολούθησαν τα: "Immigrant Song" (Led Zeppelin), ''Never In My Life'' (Mountain), ''Whipping Post''(The Allman Brothers Band), ''Slow & Easy'' (Whitesnake), ''Space Truckin''' (Deep Purple), ''Statesboro Blues'' (The Allman Brothers Band). Σε κάποιο σημείο ρώτησαν το κοινό τι θα ήθελε να ακούσει και οι παραγγελιές άρχισαν να δίνουν και να παίρνουν. Κάποιος από το βάθος φωνάζει δυνατά ''Holy Diver'' (Dio) και το group ξεκινά νατο παίζει μέσα σε γενικό χαμό. Ο Michael Devin, εντυπωσιακός στα φωνητικά, ανταποκρίθηκε αξιοπρεπέστατα σε όλα τα τραγούδια, που έπαιξαν οι Steamroller, ενώ ο Doug Aldrich κεντούσε με την κιθάρα του, κάνοντας τις γνωστές του ποζεριές. Ακολούθησε ένα drum solo του Brian Tichy, κατά τη διάρκεια του οποίου, σαν ταχυδακτυλουργός, έπαιζε και πέταγε τις μπαγκέτες του στον αέρα, φτάνοντας στο σημείο να παίζει drums με τα χέρια! Να, γιατί τον προτίμησαν τόσες μπάντες, όπως οι Foreigner, Ozzy Οsbourne,Whitesnake κ.ά. Οι διασκευές συνεχίστηκαν: ''I Shot The Sheriff'' (Eric Clapton) και ''Cocaine'' (J J Cale),''Walking On The Moon'' (The Police),''Crying In The Rain'' (Whitesnake) και έκλεισαν το κανονικό τους set με το ''Smoke On The Water''(Deep Purple).  

     Μας αποχαιρέτησαν και μας ευχαρίστησαν που ήμασταν εκεί κοντά τους μέχρι τόσο αργά, αλλά ο κόσμος δεν ήταν έτοιμος να αποχώρηση, οπότε και ανέβηκαν πάλι στη σκηνή. To ''Still Of The Night'' (Whitesnake) έκλεισε σαν τελευταίο τραγούδι της βραδιάς την συναυλία, που με κάλυψε σε γενικές γραμμές όσον αφορά την απόδοση, το συναίσθημα και την επιλογή τραγουδιών από αυτό το καταξιωμένο τρίο, αλλά δεν με κάλυψε καθόλου όσον αφορά την ποιότητα του ήχου που άκουγα, σε όποιο σημείο του Κοοκοο και αν στάθηκα – κάτι, που πρέπει να προσεχθεί, ιδιαίτερα για τα μελλοντικά events. Μετά το live και οι τρεις βγήκαν να υπογράψουν αυτόγραφα και έβγαλαν φωτογραφίες με τον κόσμο, που είχε μείνει και τους περίμενε - ήταν πολύ απλοί και φιλικοί, δεν χάλασαν το χατίρι σε κανένα, κάνοντας τους fans να πάρουν το δρόμο της επιστροφής με ένα πλατύ χαμόγελο.

 

Σάκης “Dio” Σοφιανός