Τριάντα χρόνια δισκογραφίας δεν τα λες και λίγα. Ειδικά για ένα συγκρότημα, όπως οι Candlemass, οι οποίοι έχουν στιγματίσει όσο ελάχιστοι τον χώρο του doom metal από την πρώτη μέρα. Επί τη ευκαιρία, λοιπόν, της επετείου για τον πρώτο δίσκο, “Epicus Doomicus Metallicus”, η μπάντα ηχογράφησε και θα κυκλοφορήσει αρχές καλοκαιριού το αντίστοιχο επετειακό EP με 4 νέα τραγούδια. Δεν θα μπορούσε όμως να λείψει και η αντίστοιχη anniversary tour, περνώντας και από τα λημέρια μας (η πρώτη εμφάνιση για τη συγκεκριμένη περιοδεία), όπου υπάρχουν άρρηκτοι δεσμοί της μπάντας με το ελληνικό κοινό.

     Εισερχόμενοι στο συναυλιακό χώρο, παρατηρούμε άμεσα το κλασικό λογότυπο ως backdrop για το live, και αμέσως η πώρωση και η ανυπομονησία αρχίζουν και γίνονται έντονες. Και ας μην ήταν παρών ο τεράστιος Leif Edling. Και ας μην ήταν κάποιος τραγουδιστής, που έχει στιγματίσει τόσο πολύ με τη φωνή και το performance του τα τραγούδια τους (Messiah Marcolin). Και ας είχαν πάρα πολλές επιφυλάξεις αρκετοί από το κοινό («αρπαχτή», «αγγαρεία», κτλ). Οι «αντικαταστάτες» Mats Leven και Per Wiberg, όχι μόνο έχουν χρόνια στο κουρμπέτι, όχι μόνο έχουν αποδείξει, για το τι είναι ικανοί να κάνουν, όχι μόνο έχουν συνεργασίες με κολοσσούς στο ενεργητικό τους. Δένουν απίστευτα και με το υλικό, και με το ύφος, αλλά και με την ψυχολογία του συγκροτήματος, ώστε κάθε αμφιβολία αίρεται εν τη γενέσει της, από τα πρώτα κιόλας λεπτά. Άλλωστε, ο Leif Edling δεν θα έκανε κάποια επιλογή έτσι, στην τύχη, ή πρόχειρα. Δεν υπήρχε η παραμικρή περίπτωση.

     Ο ήχος παχύς και ογκώδης, όπως ακριβώς αρμόζει στους Σουηδούς. Το κοινό από την αρχή και μέχρι το τέλος συμμετέχει με πάθος δείχνοντας πόσο πολύ αγαπάει τους Candlemass, ακόμα μια φορά. Οι παλιές καραβάνες (Mappe Bjorkman, Lars Johansson και Jan Lindh) κραδαίνουν τις κιθάρες τους (λευκό ταυράκι και καφέ Flying V) και χτυπούν με μανία τα τύμπανα, απολαμβάνοντας κάθε στιγμή, έχοντας ταυτόχρονα άμεση επικοινωνία με το κοινό και δείχνοντας πόσο πολύ αγαπούν αυτό που κάνουν. Για κάθε οπαδό των Candlemass, όταν δεν είναι επί σκηνής ο «καλόγερος», υπάρχουν επιφυλάξεις. Όμως, ο φανταστικός - και ψιλόλιγνος - Mats Leven αποζημίωσε με το παραπάνω το κοινό, και απέδειξε ότι μπορεί με περίσσια άνεση να αποδώσει ζωντανά το ο,τιδήποτε. Αξίζει να σημειωθεί το σεμνό - και αποδίδον σεβασμό – ύφος της όλης παρουσίας του Per Wiberg, ο οποίος ήταν γεμάτος ουσία και συγκέντρωση στα υψηλά του καθήκοντα, αντικαθιστώντας τον Leif. To setlist ήταν ικανοποιητικό, αν και για έναν οπαδό των Candlemass ποτέ δεν θα είναι αρκετό και ποτέ η μιάμιση και κάτι ώρα που έπαιξαν, δεν θα είναι αρκετή. Άλλωστε αυτό πιστεύω ότι συμβαίνει με όλα τα αγαπημένα μας συγκροτήματα. Highlight (και outsider φυσικά) της βραδιάς κατ’ εμέ ήταν το “Dying Illusion” από το (αγαπημένο μας) “Chapter VI” και επίσης μας άρεσε πολύ το “At the Gallows End”, όπου πραγματικά ο Mats Leven έδωσε ρέστα.

Αντώνης Μαντζαβίνος

     Πρέπει να ξεκαθαρίσω κάτι εξ αρχής για όσους δεν γνωρίζουν. Έχω μια ιδιαίτερη αδυναμία στους Whitesnake και στον David Coverdale, γι’ αυτό και το report της συναυλίας δεν γίνεται να είναι αντικειμενικό. Όταν με τον πρώτο σου έρωτα έχεις χορέψει, μαθητής ακόμα, το πρώτο σου μπλούζ υπό τους ήχους του ''Soldier Of Fortune'' ή στα επιπόλαια καυγαδάκια έχεις αφιερώσει το ''Don't Break My Heart'' ή ακόμα στον τελειωτικό χωρισμό έχεις τραγουδήσει το ''Fool For Your Loving'', πώς θα μπορούσε να ήταν διαφορετικά; Πάμε όμως στο προκείμενο. Δευτέρα 16/11/2015, μια γλυκιά για τα δεδομένα του Βερολίνου βραδιά, βρέθηκα στο Columbia Halle στις 19:40, ενώ υπήρχε αρκετός κόσμος απ’ έξω, που περίμενε υπομονετικά τη σειρά του, για να μπει μέσα. Το venue αυτό θυμίζει το Gagarin 205, αλλά είναι τρεις φορές μεγαλύτερο με μεγάλο εξώστη. Αφού άφησα τα χοντρά ρούχα και εφοδιάστηκα με ποτό, έπιασα μια θέση σχετικά μπροστά και περίμενα. Τη βραδιά άνοιξαν οι Αυστραλοί The Dead Daisies, μια νέα μπάντα ιδρυθείσα το 2012, ήδη με δύο δίσκους και το φρέσκο “Revolución” (2015) να είναι ο βασικός λόγος της περιοδείας τους. Στα τέλη Φλεβάρη του 2015 οι The Dead Daisies έγιναν η πρώτη δυτική rock μπάντα, που έπαιξε στην Κούβα, δεδομένου ότι η κυβέρνηση Ομπάμα ξανάνοιξε τις εμπορικές σχέσεις και έγραψαν ιστορία, ως μέρος της πολιτιστικής ανταλλαγής, φιλοξενούμενοι του Υπουργείου Πολιτισμού της Κούβας. Μουσικά κινούνται στα μονοπάτια του hard rock με πολλά southern στοιχεία και κατέβαλαν φιλότιμες προσπάθειες να ξεσηκώσουν το γερμανικό κοινό, το οποίο παρακολουθούσε χωρίς να συμμετέχει σχεδόν καθόλου. Μόνο στις τρεις διασκευές τα “War Pigs” (Black sabbath), “Hush” (Deep Purple) και “Helter Skelter” (Beatles) το κοινό κάπως ζωήρεψε και τους συνόδευσε στο τραγούδι. Από τους μουσικούς ξεχώρισα τον Marco Mendoza στο μπάσο και τον Brian Thichy στα τύμπανα.

     Η ώρα έχει πάει 10 και ο χώρος έχει γεμίσει με 3000 περίπου ανθρώπους, οι πιο πολλοί μεγαλύτερης ηλικίας με τις γυναίκες τους αλλά και νεώτεροι θαυμαστές των Snake, οι οποίοι ξεκινούν με το “Burn” και δίνουν έτσι το έναυσμα, ώστε να ξεκινήσει η διασκέδαση. Αυτό που γίνεται άμεσα αντιληπτό είναι ότι η μπάντα έχει διάθεση και κέφι, ενώ ο frontman δεν σταματά τα σκέρτσα και τα πειράγματα με το κοινό, ιδιαίτερα το θηλυκό. Ακολουθεί το “Bad Boys” και το “Love Ain't No Stranger”, όπου δίνεται η πρώτη ευκαιρία στο κοινό να συμμετάσχει τραγουδώντας, και ο Coverdale το αφιερώνει στα πρώην μέλη του συγκροτήματος John Sykes, Neil Murray και Cozy Powell. Ο ύμνος “The Gypsy” για τη συνέχεια, το οποίο παραδόξως το κοινό δεν φαίνεται να γνωρίζει, και στο καπάκι τα “Give Me All Your Love” και “Ain't No Love in the Heart of the City”, όπου o Coverdale ζητάει από το κοινό να τραγουδήσει - το πλήθος το έκανε, τραγουδώντας μαζί του και βγάζοντας φωτογραφίες με τα κινητά. Μετά έρχονται τα αχρείαστα guitar solos των Reb Beach και Joel Hoekstra, που είναι ωστόσο απαραίτητα, για να πάρει τις ανάσες του ο Dave, που, μόλις επανέρχεται, αφιερώνει το “You Keep on Moving” στον αξέχαστο John Lord. Η υγρασία από τα πατώματα φτάνει στο ταβάνι με το “Mistreated”, στο οποίο η ερμηνεία του Dave είναι συγκλονιστική, τηρουμένων των αναλογιών της ηλικίας του.Στη συνέχεια, έχουμε solo σε πλήκτρα (Michele Luppi) και drums (Tommy Aldridge), με ενδιάμεσο κομμάτι το “You Fool No One”, για να φθάσουμε στο καρέ του θανάτου: “Soldier Of Fortune”, “Is This Love”, “Fool For Your Loving”, “Here I Go Again”, όπου και τελειώνει η συναυλία μέσα σε πανδαιμόνιο και αλαλαγμούς Γερμανών και όχι μόνο. Μέσα σε 2-3 λεπτά ξαναβγαίνουν, με το “Still Of The Night” να ολοκληρώνει τελικά την μουσική αυτή πανδαισία. Αυτό που μου έκανε θετική εντύπωση είναι το γεγονός ότι κανείς από τους θεατές δεν κάπνιζε ούτε σε ενοχλούσε με τo κινητό μπροστά στα μάτια σου, γενικά υπήρχε σεβασμός στον διπλανό, δείγμα της συναυλιακής τους κουλτούρας. Όσον αφορά τα αρνητικά, θα ήθελα να τονίσω ότι ο ήχος είχε προβλήματα, ιδιαίτερα στα πιο γρήγορα κομμάτια, βαβούριαζε και δεν άκουγες καθαρά τα όργανα, φαινόμενο που συναντάμε πολλάκις και στη χώρα μας. 

 

     Εν κατακλείδι ο Coverdale έβγαλε το “The Purple Album", για να τιμήσει το πρώτο του συγκρότημα, τους Deep Purple, με τους οποίους κυκλοφόρησε τρεις δίσκους, και ταυτόχρονα να ικανοποιήσει και τους οπαδούς, που δεν είχαν την τύχη να ακούσουν live τα τραγούδια αυτά και το είχαν απωθημένο. Το όλο αυτό γεγονός δημιούργησε, από την μια ανυπομονησία για τις μεγάλες αυτές συναυλίες, από την άλλη πολλές συζητήσεις πριν από αυτές: για την γκρίνια της φωνής του τραγουδιστή, για το πείραγμα από το φίλο, που σε θεωρεί δεινόσαυρο, για το βαρετό πια «εγώ τους είδα στα ντουζένια τους, τι να πάω τώρα» από τον μεγάλο σε ηλικία και φυσικά για το «τους έχω δει πέντε φορές» του φίλου, που σπούδαζε Αγγλία. Σε όλους αυτούς τους επικριτές και γκρινιάρηδες του όλου εγχειρήματος του David Coverdale θέλω να πω το εξής: φιλαράκια, ακούω το ''Burn'', το ''Stormbringer'' επί 35 χρόνια. Ήταν εκεί, όταν μεγάλωνα, ήταν εκεί, όταν φίλησα το πρώτο μου κορίτσι, ήταν εκεί, όταν παντρεύτηκα, όταν αγόρασα το πρώτο μου αυτοκίνητο. Οπότε έχει να μου προσφέρει πάρα πολλά μια τέτοια μουσική εμπειρία. Το σημαντικότερο για αυτές τις συναυλίες όμως είναι η νέα γενιά των πιτσιρικάδων, που θα τους δει για πρώτη φορά και αυτόν τον πιτσιρίκο δεν πρέπει να τον ξενερώνεις σαν «παλιός» και «πολυταξιδεμένος» των συναυλιών. Όσο δε για τον 65αρη αυτό τύπο, αν νομίζεται ότι γεννήθηκε για να περπατήσει μόνος του, απλά ελέγξτε τον λογαριασμό του στο twitter και συγκρίνετε τον αριθμό των ακολούθων (71.100) του σε σχέση με τον αριθμό των ατόμων που ακολουθεί αυτός (0) … Rock me ‘till Ι' m burnt to the bone …

                                                                                                                                     Σάκης “Dio” Σοφιανός

     Πηγαίνοντας προς το Terra Vibe, ακούγαμε το “Sonic Brew”, μιας και είναι το αγαπημένο μας album των Black Label Society, και συζητούσαμε το πόσο πολύ περιμέναμε να δούμε τον Zakk Wylde με την μπάντα του επί σκηνής, κυρίως όσοι από μας δεν τον είχαμε απολαύσει το 2005, όταν είχε ξαναπαίξει στον ίδιο χώρο ως support act στους τεράστιους Black Sabbath. Η ανυπομονησία είχε χτυπήσει κόκκινο και δεν κρατιόμασταν κυριολεκτικά.

     Λίγο η οικονομική κρίση, λίγο η απόσταση του συναυλιακού χώρου από την Αθήνα (ναι, θα θέλαμε να βλέπαμε τους Black Label Society σε κάποιο κλειστό χώρο, και ας είναι κατακαλόκαιρο, αλλά φυσικά και κατανοούμε την επιλογή του χώρου), λίγο το ότι πολλοί τους είχαν ξαναδεί, μας έκανε να σκεφτούμε ότι η προσέλευση του κόσμου δεν θα ήταν δα και σε μεγάλα επίπεδα. Όπως και αποδείχτηκε. Αυτό, όμως, δεν πτόησε στο παραμικρό το κοινό, που βρέθηκε εκεί, και πόσο μάλλον δεν πτόησε καθόλου μα καθόλου τους εξαιρετικούς Potergeist, οι οποίοι μας αρέσουν εδώ και καιρό. Γεμάτοι ενέργεια, αμεσότητα με το κοινό, οι μπαρουτοκαπνισμένοι μουσικοί απέδωσαν με περίσσιο πάθος και τσαγανό τα τραγούδια τους. Οι τύποι καραγουστάρουν αυτό που κάνουν, συμπαρασύρουν άπαντες στο heavy groove, που σε κάνει να απολαμβάνεις κάθε κίνηση στο headbanging. Προσωπικά ξεχωρίσαμε, χωρίς να αδικούμε τα υπόλοιπα «γαμάτα» τραγούδια, τα “Last Punk Standing" και “Southern Crown”, ειδικά το τελευταίο ήταν το καταλυτικό επιστέγασμα μιας «τσαμπουκαλεμένης» εμφάνισης των Potergeist, οι οποίοι έχουν λαμπρό μέλλον, αν συνεχίσουν να μας πωρώνουν έτσι.

     Η ώρα είχε πάει περίπου δέκα παρά, το backdrop Sonic Brew στηνόταν εμπρός της σκηνής, όπως επιβάλλει το Black Label πρωτόκολλο, επιβλητικό και δίνοντας το τέλειο σκηνικό για την εμφάνιση των Almighty BLS. Ελάχιστα λεπτά, πριν ξεκινήσουν οι Zakk & Co, ακούγεται κάτι σαν πρελούδιο από τα μεγάφωνα, μια μίξη Led Zeppelin & Black Sabbath (ακούσαμε ταυτόχρονα ένα mashup “Whole Lotta Love” και “War Pigs”!), το οποίο ξεσήκωσε τον κόσμο, που δεν πίστευε αυτό που άκουγε, και που κατά 99,9% είναι έμπνευσης του Zakk Wylde! Τεράστια έκπληξη, που φυσικά δεν περιμέναμε, αλλά μας «τσίτωσε» ακόμα παραπάνω για αυτά που θα ακολουθούσαν.

Γύρω στις 10, το Sonic Brew πέφτει σιγά σιγά – υπό των εκκωφαντικό ήχο σειρήνας – και ο Zakk Wylde μπουκάρει με το υπερ-αγαπημένο και must σε κάθε Black Label Society live “The Beginning At Last” από τον πρώτο δίσκο τους! Το κοινό παίρνει φωτιά και αρχίζει το headbanging. Ακολουθούν κατά σειρά τα: “Funeral Bell”, “Bleed for Me”, “Heart of Darkness”, “Suicide Messiah”, “My Dying Time”, “Damn the Flood”, τα οποία αφήνουν κυριολεκτικά καμμένη γη, αφού ο Zakk παίζει μανιασμένα, πωρωμένα και έχοντας στο πλευρό του ένα τόσο συμπαγές και πανάξιο σύνολο των υπολοίπων της μπάντας. Οι John DeServio, Jeff Fabb και Dario Lorina πλαισιώνουν τον Zakk και αναδεικνύουν το, γιατί επιλέχτηκαν να είναι στο πλάϊ του, κάτι που μόνο κατά τύχη δε συνέβη. Ακολουθεί guitar solo, που η αλήθεια είναι ότι θα μπορούσε φυσικά να είναι μικρότερης διάρκειας, αλλά δε χάλασε καθόλου τους πιστούς οπαδούς, μιας και το shredding του Zakk Wylde είναι πάντα εμπνευσμένο και γεμάτο συναίσθημα. Ο ίδιος χρησιμοποίησε εκτός από τις γνωστές Gibson/Epiphone Buzzsaw κιθάρες, και τις Wylde Audio Custom, κάτι που κάνει εδώ και καιρό, λανσάροντας τη δική του σειρά από κιθάρες και εν γένει εξοπλισμό. Συνεχίζουμε με τα : “Godspeed Hellbound”, “Angel of Mercy”, “In This River”, “The Blessed Hellride” (όπου ο Zakk αλλά και ο “Father”-Dario χρησιμοποίησαν 2 double neck κιθάρες) και το “Concrete Jungle”. Άξιον λόγου το tribute που έκανε, όπως συνηθίζει ο Zakk, στον Dimebag Darrell με το “In This River”, παίζοντας πιάνο, όταν και εμφανίστηκαν δύο μικρά πανό στους ενισχυτές αριστερά και δεξιά με δύο χαρακτηριστικές φωτογραφίες του μεγάλου και αδικοχαμένου Dime. Η βραδιά είχε το φινάλε, που της άξιζε, με το μεγαλοπρεπές “Stillborn” και τη συγκίνηση να κορυφώνεται σε μια καταπληκτική βραδιά έντονων συναισθημάτων και φόρτισης.

Ένα μεγάλο ευχαριστώ στους Potergeist που έχουν μεγάλα guts και το μέλλον τους ανήκει, στους Black Label Society για το υπερθέαμα, που μας προσέφεραν, και ένα special ευχαριστώ στον Zakk Wylde, που είναι ο εαυτός του στο πέρασμα του χρόνου. SDMF.

 

Αντώνης Μαντζαβίνος

    

     Κρύο το βράδυ της εαρινής ισημερίας σε μία πόλη, που δεν υπάρχει πάνω στα σύνορα με την Γαλλία. Κατάμεστος ο χώρος και το “Hand.Cannot.Erase” πολύ πρόσφατο, αλλά ο κόσμος το γνωρίζει καλά και δείχνει την αγάπη του. Είναι ο τέταρτος προσωπικός δίσκος του Steven Wilson, ο οποίος έχει βγει στην σκηνή με blues-άκι XTC, τους οποίους τίμησε με το “Harmony Korine” (σ.σ: από το “Insurgentes”).

     Aλλά πρώτα ξεκίνησε παίζοντας το νέο υλικό, ο απλός, καθημερινός χαρακτήρας του οποίου επιβεβαιώθηκε από την υψηλής αισθητικής ταινία/video clip που προβαλλόταν πίσω από την μπάντα. Η μουσική του Wilson αποκρυσταλλώνει σε μια αιώνια νεότητα την μετάβαση της βρετανικής ψυχεδελικής pop των late ‘60s στο προ-progressive της ίδια εποχής. Βέβαια, ο νέος δίσκος συχνά ηχεί συγγνενικά με μια φαντασίωση, που θέλει των Rush των ‘80s να ερμηνεύουν συνθέσεις του Syd Barret ή έναν εφιάλτη, που επιθυμεί τους Pink Floyd να ντεμπουτάρουν το 1978, την χρονιά που η punk έγινε pop, ξανά. Ο ουρανός κατεβαίνει και συναντά τη γη που ανεβαίνει: το progressive rock, που επιδαψιλεύεται στο ακροατήριο δεν είναι οιητικό όσο μάλλον εργατικό, πλασμένο μέσω αληθινών χαρακτήρων αλλά εννοείται αναγόμενο σε δυνάμεις ποίησης και μετάστασης.

     Εκείνο το βράδυ ακούσαμε όλο το νέο album, με κορυφώσεις το ομώνυμο, το “Perfect Life” με τις αισθητές kraut rock εκφάνσεις του, το αδιανόητο “Routine” και το μαινόμενο “Ancestral”. O Wilson μας είπε ότι διάλεξε τα “Lazarus” και “Sleep Together” των Porcupine Tree, διότι συντονίζονται με το ήθος της νέας δουλειάς του. Μας φιλοδώρησε επίσης με τα “Index” από το “Grace for Drowning” και τα “The Watchmaker” και το ομώνυμο από το επικό “The Raven that Refused to Die”.

     Η συναυλία , εκτός από την άρτια απόδοση όλων των μουσικών, σφραγίστηκε από μια δυσθεώρητη αισθητική, η οποία κατέστησε το progressive τη μουσική του διπλανού σου και όχι την ονείρωξη του ωδειακού φυτού. Ήταν ένα οπτικοακουστικό όργιο, όχι μερικών εκλεκτών αλλά κυρίως εκείνων, που δέχτηκαν το κάλεσμα της μύησης. Κάπως έτσι το “Routine” έγινε πρωτεύς δακρύων και το “Happy Returns” ο πρώτος θάνατος μια χαμένης απόβασης.

Βασίλης Ζαχαρόπουλος

    

     Οι  Accept έχουν θεωρηθεί, εδώ και πολλά χρόνια, μια metal μπάντα, που έβαλε τα θεμέλια για πολλές σημερινές μπάντες. Στα τέλη της δεκαετίας του '70 ήταν μεταξύ των πρωτοπόρων συγκροτημάτων του σκληρού ήχου, επηρεάζοντας με την ταχύτητά τους το ιδίωμα του power metal και του thrash metal, πραγματοποιώντας μιά πορεία, που έφθασε μέχρι τα μέσα του '90. Ακολούθησαν οι δυσκολίες και η διάλυση, ως το 2009 που επανασυνδέθηκαν και ζουν σήμερα πλέον μία δεύτερη ζωή, με τρία πολύ επιτυχημένα albums, με παγκόσμια επιτυχία και αποδοχή. Το δέκατο τέταρτο album τους, το "Blind Rage",  που κυκλοφόρησε τον περασμένο Ιούλιο, ήταν η αφορμή για μία δεύτερη Ευρωπαϊκή περιοδεία που θα περνούσε και από την Αθήνα.

     Η πρώτη μπάντα, που εμφανίστηκε στην σκηνή, ήταν οι Null 'O' Zero, ακριβώς στις 20:00, έχοντας το δύσκολο έργο να ανοίξουν την συναυλία μπροστά στον λίγο κόσμο, που είχε έρθει εκείνη την ώρα. Πρόκειται μία νέα μπάντα που κυκλοφόρησε το 2012 ένα EP, το ''Under Blood Red Sky'', ενώ τώρα η μπάντα ετοιμάζει την πρώτη της ολοκληρωμένη studio δουλειά, που θα φέρει τον τίτλο ''The Enemy Within''. Η μουσική τους κινείται στα πλαίσια του κλασικού heavy metal, με μοντέρνες και φρέσκες επιρροές. Η μπάντα ήταν πολύ καλά προβαρισμένη , ο τραγουδιστής έχει μία πάρα πολύ καλή και ιδιαίτερη φωνή, ένα μείγμα Russell Allen και Ronnie James Dio, ενώ και η υπόλοιπη μπάντα έσπερνε καθ' όλη την διάρκεια του 30λεπτου set της, με τους Μώρο και Δεληγιάννη σε drums και μπάσο να συνιστούν ένα στιβαρό rhythm section. Το μέλλον τους ανήκει και έχουν όλα τα φόντα για να προχωρήσουν και να αφήσουν το στίγμα τους με το πέρασμα των χρόνων.    
     Η δεύτερη μπάντα, που ανέβηκε στη σκηνή, γύρω στις 20:50, ήταν οι Fortress Under Siege με τον Αλέξανδρο Μπαλακάκη (Hannibal, ex-Spitfire) στην φωνή,  ενώ το Gagarin είχε αρχίσει να γεμίζει. Η μπάντα κινείται σε progressive/power μονοπάτια, ενώ έχει κυκλοφορήσει τον Δεκέμβριο του 2014 το δεύτερο CD της, ''Phoenix Rising'. Από αυτό έπαιξαν τα πέντε κομμάτια σε έννα 40λεπτο set, πραγματοποιώντας μία πολύ καλή εμφάνιση - ο έμπειρος Hannibal ήταν κεφάτος, έλεγε αστεία και προσπαθούσε να ξεσηκώσει τον κόσμο. Με την εμφάνιση τους, έδειξαν ότι έχουν μεγάλες δυνατότητες σαν μπάντα, ο Hannibal έχει πλέον προσαρμοστεί πλήρως στην μπάντα, ενώ και ο Σωτηρόπουλος σε κιθάρα και ο Γεωργίου στα πλήκτρα ήταν άριστοι, έχοντας σύμμαχο τους και τον πολύ καλό ήχο. Αποχώρησαν στις 21:30 και όλοι πια περιμέναμε την γερμανική μηχανή των Accept.
     Κατά τις 22:00 τα φώτα σβήνουν, ενώ από τα ηχεία ακούμε το ''Given The Dog A Bone'' των AC/DC. Οι Accept ανεβαίνουν στην σκηνή με την εισαγωγή του ''Stampede'' μέσα σε αποθέωση και ξεκινούν την συναυλία. Αυτό, που γίνεται κατανοητό από την αρχή είναι ότι η μπάντα οργώνει, τα δύο νέα μέλη έχουν δέσει μπετόν-αρμέ με τα παλαιότερα μέλη, λες και παίζουν χρόνια μαζί, και ο ήχος, αν και δυνατός, είναι πεντακάθαρος. Οι Accept εν έτει 2015 εξακολουθούν να είναι η πολεμική μηχανή, που μπορεί να δημιουργήσει εκπληκτικά και μελωδικά τραγούδια με απλά riffs, πιασάρικα refrain και γρήγορα tempo. Το setlist πήρε κομμάτια από σχεδόν όλα τα albums τους, ευνοώντας την τελευταία φάση (2010-2014). Το ζωντανό αποτέλεσμα ήταν μια ομοιογενής και αρμονική πλημμύρα του old school heavy metal. Ο Mark Tornillo έδωσε μία εκπληκτική παράσταση, δείχνοντας μας πως υπάρχουν Accept και χωρίς τον Udo, και μοιάζει να είναι δεκαετίες στην μπάντα. Είναι ο ιδανικός frontman των ξαναγεννημένων Accept, συμμετέχοντας το ίδιο, είτε στα παλιά είτε στα νέα κομμάτια. Ήταν αναζωογονητικό να βλέπεις ότι η μπάντα έχει κατακτήσει όλες τις ηλιακές ομάδες, από όλα τα είδη. Είδα τους νεότερους έφηβους, νεαρούς ενήλικες και τους μεγαλύτερους ηλικιακά οπαδούς τους, όλους ανακατεμένους σε ένα ξέφρενο κοινό. Wolf Hoffman και Peter Baltes απόλαυσαν την συναυλία σαν μικρά παιδιά, με παίξιμο φοβερό, δέσιμο και σκηνική παρουσία - σίγουρα περνούν μια δεύτερη νιότη! Όσο για τους καινούργιους, Uwe Lulis και Christopher Williams, απέδειξαν σε όλα τα επίπεδα ότι τελικά "ουδείς αναντικατάστατος". Εκπληκτικό ήταν ιδιαίτερα το δεύτερο μισό της συναυλίας, από το ''Shadow Soldiers'' μέχρι το τελευταίο ''Fast As A Shark'' - μια αδιάκοπη διαδοχή επιτυχιών! Με τον κόσμο να συμμετέχει ενεργά, highlight της βραδιάς ήταν το διπλό solo μπάσου - κιθάρας κατά την διάρκεια του ''No Shelter'', που από μόνο του άξιζε την τιμή του εισιτηρίου. Μετά από το encore, στο οποίο έπαιξαν τα ''Metal Heart'', ''Teutonic Terror'' και τον ύμνο ''Balls To The Wall'', οι Accept αποχωρούν οριστικά από την σκηνή μετά από δύο ώρες μαγείας. Για μένα, που τους έχω δει ζωντανά και τις δύο προηγούμενες φορές (το 2011 και το 2012), αυτή ήταν η καλύτερη τους εμφάνιση. Αν έχετε την ευκαιρία να δείτε τους Accept ζωντανά, σας προτρέπω να πάτε στο show, δεν θα απογοητευτείτε.  Υπάρχουν νικητές και ηττημένοι ... και στην συνέχεια υπάρχουν οι Accept!
 
Σάκης "Dio" Σοφιανός